Καλως ήλθατε από τον Τζι

Το προηγούμενο μπλογκ μου είχε την θερμή υποστήριξη της Breeze, βασικότατη πηγή έμπνευσης. Η απώλειά της μου δημιούργησε την ανάγκη για ένα μετερίζι απ' όπου θα μπορώ να ξεπροβάλλω όσο με παίρνει αλλά και να εξαφανίζομαι μέσα σ' αυτό ή να το μεταφέρω όπου θέλω όπως ο πάγουρος, ο Βερνάρδος ο ερημίτης το σπιτάκι του.
Είναι το τίμημα μα και η απόλαυση της μοναξιάς.

Διηγήματα θα βρείτε στην διηγηματοποίηση
και ποιήματα στην ποιηματοποίηση

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Το σήμερα σαν παλιά αφήγηση




Τον Νοέμβρη του δεκατρία πείνα βαριά κι ασήκωτη έπεσε στους μετανάστες, τι δεν υπήρχανε δουλειές σ' οικοδομές και σε χωράφια.
Οι πιο καπάτσοι απ' αυτούς πιάσανε τις παραλίες να ψαρεύουνε κάνα μαλάκιο με σαλαγγιά, την πείνα τους να ξεγελάσουν ή για να το πουλήσουνε σε καμιά νοικοκυρά δυο-τρία ευρώ πιο κάτω απ' την τιμή του.
Οσοι ήσαντε τεχνίτες πιάσανε τη μεσινέζα και κυνηγούσαν τα λιμά του ενάλιου πλούτου της χώρας που τους φιλοξενούσε. Χόρτασαν στο τηγάνι και ζεσταθήκανε με κακαβιά μα σαρωθήκανε τα σπουργιτάκια της ακτής από πέρκες και χάνους μέχρι σπαράκια και τσιπουρίτσες.
Κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, σε κάθε βράχο κι ένας κι ανάμεσά τους που και που έβρισκες κανένα δικό μας ξέμπαρκο. Σύντομα οι ακτές αποψιλώθηκαν από το εντατικό της υπεραλιείας, οι επαγγελματίες αναγκάσθηκαν να ρίχνουν τα εργαλεία τους πιο ανοικτά μεσ' στο χειμώνα και να τους βασανίζει ο κυρ Βοριάς και το ψιλόβροχο.

Δύσκολα βγαίνει το ψωμί σαν ξεμακραίνεις κάβο, ίδια με τους απόμαχους που τους πετσόκοψαν την σύνταξη. Και ν' αχνοφαίνεται ο πιο δύσκολος Δεκέμβρης...

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Ο καιρός των ποιητών

Ο θάνατος της ποίησης

.

Ζούμε περίεργες εποχές, νομίζω. Θαρρώ πως πίσω από δέντρα κρυμμένοι ο Σεφέρης  ή και ο Ντύλαν βλέπουν δικούς τους στίχους μαύρους, προφητικούς έτοιμους να επιβεβαιωθούν, όχι για να τους δικαιώσουν, μα να τους αφανίσουν.Υποχωρεί η ποίηση σαν η απόγνωση θεριεύει.
Εχω την εντύπωση πως η κοινωνία μας, η κοινωνία της Ευρώπης, η κοινωνία όλου του κόσμου γερνάει. Γερνάει η νεολαία χωρίς ιδανικά, γερνάνε οι εργαζόμενοι απ' την αναδουλειά, γερνάν και οι γεροντότεροι από τα γηρατειά.
Γερνάει ίσως κι η γη μας από τα φυτοφάρμακα.
Και μόνο η θάλασσα, τι έχει το θήτα του θεού και του θανάτου που δεν την ξεγελάς εύκολα, απόμεινε και στο ακροθαλάσσι μια θεσούλα για τον απόμαχο ψαρά, που η ραδιενέργεια δεν την πιάνει.

Λείπει τόσο πολύ ο πόλεμος- πάνε εβδομήντα χρόνια πια από τον τελευταίο, τον μεγάλο- μας τσάκισε στο κτύπημα η ειρήνη και το σκοτωμένο αίμα που δεν βρήκε ανοικτή πληγή να βγει. Γιατί η ειρήνη έφερε ετούτον τον οικονομικό τον πόλεμο που τσάκισε τις ψυχές ολονών μας.
 Δεν βρήκε πτώματα κι ερείπια να επενδύσει το κεφάλαιο κι επένδυσε στις ψυχές και τα κορμιά των ανθρώπων τώρα που δεν σκοτώνονται.
Μάχονται κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, τα μάτια του άλλου ποιός θα βγάλει κι οι τράπεζες μας πίνουν το μεδούλι.
Στην Ιταλία το μυαλό μου, θάρθει μετά και της Ελλάδας η σειρά.
Ποιά τράπεζα να ψηφίσω και ποιά να μαυρίσω ;
Αυτή που της χρωστώ και μου τα παίρνει ή αυτή που μου χρωστά και δεν μου δίνει ; Βλέπεις συγχωνευτήκανε και μείνανε πιο λίγες, τώρα που δεν χρειάζεται πολλές να ξεγελάν  τον κόσμο, φροντίζουν αλλοι για αυτό. Αυτές φροντίζουν άλλα, τσιπάκι υποδόρειο θέλουν να σου περάσουν και τα λεφτά σου όλα εκεί νάναι αποθηκευμένα και μ' ενα πιν, μ' ένα ντιλίτ να σε χοροπηδάνε.
Και δώστου σε ζαλίζουνε με νόμους και με άρθρα που πρόβλημα δεν λύνουνε, μόνο θολούρα φέρνουν και αντιστάσεις κάμπτουνε χειρότερα από χρεία.
Τι είναι προτιμότερο να δόσουμε ; τους Ελληνες ή την Ελλάδα ;

Πάντα  ως τώρα οι ποιητές τον κόσμο οδηγούσαν. Απ' τον σοφό τον Ομηρο, τον παιχνιδιάρη Βιάσα δίναν ντορό στο πόπολο, του χάραζαν πορεία  μεσα στις μάχες που έψελναν, αιώνες σαν κυλούσαν.
Με ποιητές αντρώθηκε και μένα η γενιά μου παλιούς και νέους που έδιναν απλόχερα τα φώτα και το όραμα. Δεν είχαμε όμως πόλεμο να τα εμπεδώσουμε και ξεχαστήκαμε ράθυμοι στην ειρήνη. Ξεχάσαμε και να διδάξουμε ποιήματα στα παιδιά μας, τους μάθαμε πλαίηστέισιον και φέισμπουκ.

Α, ο καιρός των ποιητών παρήλθε και παρήλθε, τόπος δεν έμεινε γι αυτούς, φοβάμαι ανεπιστρεπτί

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Το κορίτσι από την Ιπανέμα



Το δάκρυ μπορεί να ήταν από την ριπή του αέρα που κουβάλαγε σκουπιδάκια, μπορεί κι από αλλεργία στο δάσος. Μπορεί όμως κι από την θύμισή της στο πρόσωπο κάποιας άλλης που τόσα και τόσα όνειρα ξύπνησε.
Και πρώτα απ' όλα το χρέος μιας κι ήτανε άνθρωπος "ντέτο-φάτο" δηλαδή να κάνει πάντοτε ότι λέει. Μα κάποια πράγματα γίνονται αδύνατα μετά από μερικές αναβολές, μετά από μερικούς δισταγμούς κι ένα ταξίδι στην Βραζιλία δεν  ήταν και το απλούστερο πράγμα του κόσμου. 
Τόλεγε για άλλους μα δεν το τόλμησε ο ίδιος :

Σαν φτάσει η ώρα να παντρευτείς υπάρχει πάντα ένα καράβι φορτηγό που πάει Βραζιλία. Σαράντα μέρες ταξίδι χωρίς να πιάσει λιμανι και δεν πληρώνεις ναύλα, κάνεις τον γραμματικό και ξεμπερδεύεις. Γνωρίζεις νέους τόπους και γυναίκες που βλέπουν τον άντρα σαν θεό ειδικά αν μετακινηθείς προς τα βόρεια. Ο γάμος είναι μακρύτερο ταξίδι και τον ρόλο του θεού στα μέρη μας τον παίρνει η γυναίκα δικαιωματικά. Ασε που θα βλέπεις συνέχεια το ίδιο τοπίο.

Τι τούρθε και ξεστόμισε πως κάποια μέρα θα πάει να την βρεί ; Ποτέ δεν έμαθε πως τούρθε, τόπε χωρίς να το πιστεύει. Η αλήθεια ήταν πως την είχε ψιλοβαρεθεί, είχε περάσει η μαγεία των πρώτων μηνών στην σχέση τους και είχε συνηθίσει το εξωτικό της. Για τους άλλους ίσως ήταν ένα όνειρο ζωής μια όμορφη Βραζιλιάνα αλλά  με την Ιπανέμα το είχε ζήσει αρκετά και βρίσκονταν στο δίλημμα παντρευόμαστε ή το χαλάμε. Μόνο που την περίπτωσή του το ταξίδι στην Βραζιλία δεν ήταν η εναλλακτική λύση αντί του γάμου αλλά πήγαινε πακέτο μ' αυτόν !

Δεν την έστειλε πίσω με το καράβι αλλά με το αεροπλάνο. Τότε ήταν που της υποχέθηκε πως μια μέρα θα πάει να την βρει. Ηξερε την διεύθυνσή της και του ήταν αδύνατον να την ξεχάσει, την κοπέλλα την λέγανε Ιπανέμα κι έμενε  στην περιοχή Ιπανέμα του Ρίο ντε Τζανέϊρο.  Ο αριθμός ήταν το έτος γεννήσεώς της, ήταν συνομήλικοι. Είχε αποτυπωθεί στο μυαλό του η λάμψη στα μάτια της όταν το είπε, ήταν ότι ήθελε ν' ακούσει, να την βοηθήσει στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Ούτε που φανταζότανε πως είχε έρθει Ευρώπη για να παντρευτεί, το κατάλαβε αργότερα στα γράμματά της, αυτός δεν της έγραψε ποτέ για να τον ξεχάσει πιο εύκολα, έτσι πίστευε.
Ποτέ δεν έμαθε τι απέγινε όπως ποτέ δεν μαθαίνουμε αν η ελεημοσύνη που δίνουμε σε κάποιον αν του άλλαξε την ζωή προς το καλύτερο ή όχι, είναι υπεροπτικά τα νιάτα. Μόνο όταν γεράσουμε μας ενδιαφέρει η διαδρομή του όποιου οβολού μας.

Οταν όλα τα έζησε, όταν τα νιάτα του μεταλλάχτηκαν σε αναμνήσεις, τα παλιά χρέη ξανάρθανε στην επιφάνεια ζητώντας να εξοφληθούν σε μια φευγαλέα ματιά ή στο ψιθύρισμα μιας κάποιας μελωδίας.
Το Μουντιάλ του 2014 στην Βραζιλία είναι η τελευταία σου ευκαιρία, σκέφτηκε κι άρχισε να παίρνει σβάρνα τα ταξιδιωτικά γραφεία ζητώντας λεπτομέρειες. Μετά το σκέφτηκε καλύτερα και πιο παραδοσιακά, οπότε κατέβηκε στον Πειραιά να ρωτήσει κάθε πότε  έχει ναύλο για Βραζιλία ...