Τον Νοέμβρη του δεκατρία πείνα βαριά κι ασήκωτη έπεσε στους μετανάστες, τι δεν υπήρχανε δουλειές σ' οικοδομές και σε χωράφια.
Οι πιο καπάτσοι απ' αυτούς πιάσανε τις παραλίες να ψαρεύουνε κάνα μαλάκιο με σαλαγγιά, την πείνα τους να ξεγελάσουν ή για να το πουλήσουνε σε καμιά νοικοκυρά δυο-τρία ευρώ πιο κάτω απ' την τιμή του.
Οσοι ήσαντε τεχνίτες πιάσανε τη μεσινέζα και κυνηγούσαν τα λιμά του ενάλιου πλούτου της χώρας που τους φιλοξενούσε. Χόρτασαν στο τηγάνι και ζεσταθήκανε με κακαβιά μα σαρωθήκανε τα σπουργιτάκια της ακτής από πέρκες και χάνους μέχρι σπαράκια και τσιπουρίτσες.
Κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί, σε κάθε βράχο κι ένας κι ανάμεσά τους που και που έβρισκες κανένα δικό μας ξέμπαρκο. Σύντομα οι ακτές αποψιλώθηκαν από το εντατικό της υπεραλιείας, οι επαγγελματίες αναγκάσθηκαν να ρίχνουν τα εργαλεία τους πιο ανοικτά μεσ' στο χειμώνα και να τους βασανίζει ο κυρ Βοριάς και το ψιλόβροχο.
Δύσκολα βγαίνει το ψωμί σαν ξεμακραίνεις κάβο, ίδια με τους απόμαχους που τους πετσόκοψαν την σύνταξη. Και ν' αχνοφαίνεται ο πιο δύσκολος Δεκέμβρης...