Καλως ήλθατε από τον Τζι

Το προηγούμενο μπλογκ μου είχε την θερμή υποστήριξη της Breeze, βασικότατη πηγή έμπνευσης. Η απώλειά της μου δημιούργησε την ανάγκη για ένα μετερίζι απ' όπου θα μπορώ να ξεπροβάλλω όσο με παίρνει αλλά και να εξαφανίζομαι μέσα σ' αυτό ή να το μεταφέρω όπου θέλω όπως ο πάγουρος, ο Βερνάρδος ο ερημίτης το σπιτάκι του.
Είναι το τίμημα μα και η απόλαυση της μοναξιάς.

Διηγήματα θα βρείτε στην διηγηματοποίηση
και ποιήματα στην ποιηματοποίηση

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Το σπίτι



Το σπίτι που μένω είναι παλιό, μετράει περισσότερο από δυό αιώνες. Κτισμένο με σοφία για τις χρήσεις που είχε, εκτός από τις προσθήκες πολιτισμού όπως το ρεύμα που ήρθε όταν πια οι μερακλήδες μάστοροι δεν ήταν ο κανόνας αλλά οι εξαιρέσεις. Πήρε την μορφή που έχει σήμερα πριν 50 χρόνια όταν και πέρασε στην ιδιοκτησία της δεύτερης μάνας μου- με είχανε μεγαλώσει μισό-μισό  η  κανονική μάνα μου και η άτεκνη αδερφή της. Οι επεμβάσεις που έγιναν ήταν για να μπορεί να κατοικηθεί πιο άνετα και ήταν άλλες καλές κι άλλες όχι, έδωσαν ένα αρχοντικό αέρα με τη σκάλα και την πόρτα από τον πλαϊνό κήπο, άλλες έδωσαν πινελιές στο πνεύμα του τότε μοντερνισμού. Στο τσακ τα πρόλαβε η θεία, την επόμενη χρονιά η πόλη κηρύχθηκε διατηρητέα-αν δεν κάνω λάθος ήταν η πρώτη στην Ελλάδα μαζί με τον Πόρο- και κάθε επέμβαση πλέον ήθελε την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας..
Γνώρισα εξ αιτίας του σπιτιού έναν Ιταλό καθηγητή της Αρχιτεκτονικής στο Τορίνο, που μου έφτιαξε ένα σκαρίφημα με το πως θα έπρεπε να ήταν η πρόσοψη πριν τις επεμβάσεις. Στην αρχή τον είχα περάσει για κατάσκοπο αφού πέρναγε ώρες έξω από το σπίτι μελετώντας κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού. Μετά γίναμε φίλοι και μου έχει μιλήσει για διάφορα αρχιτεκτονικά θαύματα που έχει ανακαλύψει σε ελληνικά μοναστήρια, εκκλησίες και σπίτια. Μια φορά τον βρήκα να μαζεύει κάποιες πέτρες από την θάλασσα. Τις κονιορτοποιούσε και έφτιαχνε την σωστή απόχρωση της ώχρας για να βάψει το σπίτι του.



Η πρώτη χρήση του σπιτιού πρέπει να ήταν κάποιο είδος δημόσιου κτιρίου. Αυτό μαρτυρούν οι δύο πόρτες που έχει η μία δίνει κατευθείαν στο δωμάτιο-διάδρομο όπου θα μπορούσαν να είναι παρατεταγμένα τα γραφεία των υπαλλήλων και στην σκάλα που οδηγούσε επάνω, στα γραφεία των ανωτέρων. Η ίδια διάταξη χρησιμοποιείται και σήμερα στο Δημαρχείο.
Η άλλη πόρτα οδηγούσε σε χώρο αναμονής και επικοινωνούσε με τον διάδρομο με πλαϊνή πόρτα.
Πιθανόν να ήταν τα γραφεία του συνδέσμου των καραβοκύρηδων και η πλαίνή είσοδος να χρησίμευε για την ναυτουριά, πιθανόν εδώ να προσλαμβάνανε το τσούρμο. Σε αυτό συνάδει και το αβέρτο (δηλαδή αδιαίρετο) του πιο πάνω ορόφου όπου φιάχνανε τα πανιά για τα ιστιοφόρα.
 Μετά η χρήση του άλλαξε. Υπήρξε μια διώροφη προσθήκη στον πίσω χώρο, στο ισόγειο στήθηκε ένα πλυσταριό με μόνιμο καζάνι και ξεχωριστή καπνοδόχο ενώ από πάνω του, στον πρώτο όροφο στήθηκε μια κουζίνα. Το αβέρτο του δεύτερου ορόφου χωρίσθηκε με τσασμάδες και άλλαξε την υποχρεωτική διαρρύθμιση λόγω των πέτρινων τοίχων που είχαν οι δυό κάτω όροφοι.  Προφανώς το οίκημα έκτοτε χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία.




Οι εφοπλιστές της εποχής ήταν άνθρωποι μορφωμένοι και με ήθος. Αλλά και οι ναύτες-συντοπίτες είχαν διαφορετική σχέση με τον καπετάνιο τους από την σχέση υπαλλήλου αφεντικό. Ο κοινός κίνδυνος σφυρηλατούσε αυτές τι σχέσεις. Ηταν αδέρφια στην θάλασσα αλλά βαστάγανε αποστάσεις στην στεριά, μέχρι και σε διαφορετικά καφενεία σύχναζαν οι καπεταναίοι από την ναυτουριά κι αυτό δεν ήταν από σνομπισμό αλλά από ένδειξη σεβασμού των πληρωμάτων. Ούτε μπορούσε να  διανοηθεί ο καπετάνιος να μη μοιράσει το έξτρα κέρδος ενός ταξιδιού κατά πως ορίζουν οι άγραφοι νόμοι της θάλασσας. Τεχνίτες στα πανιά, δεν πίστευσαν στον ατμό και καταστράφηκαν. Η πόλη μαράζωσε, τα αρχοντικά ερήμωσαν, όσοι είχαν την δυνατότητα μετακόμισαν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ανθρωποι του μόχθου ήταν πλέον οι καινούργιοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά, σε μερικούς έμεινε η συνήθεια ν' ανοίγουν τα σπίτια τους τα καλοκαίρια, στις διακοπές.



Το άνοιγμα του δρόμου το 70, μέχρι τότε συνήθως η προσέγγιση γινόταν με καϊκι, και η άνοδος του τουριστικού ρεύματος ξανάζωντάνευσε την πόλη. Πολλά σπίτια ανακαινίσθηκαν και πολλά έργα,  αλλά και η φυσική ομορφιά, έκαναν την πόλη καλοκαιρινό και όχι μόνο θέρετρο. Μερικοί θεωρούν ΄πως ξαναζεί τα παλιά μεγαλεία. Από οικονομικής πλευράς ίσως αλλά από πλευράς κατοίκων επικράτησαν οι κακές συνήθειες των τουριστικών τόπων. Οι άνθρωποι αλλοιώθηκαν από το εύκολο κέρδος και από τις υψηλές αξίες των ερειπίων που περιήλθαν στην κατοχή τους.  Η διπλοπροσωπία έφτασε στο φόρτε της και δεν υπάρχει περίπτωση να μη σχολιάσουν πίσω από την πλάτη οποιουδήποτε περαστικού. Η μόρφωση εγκαταλείφθηκε, η νεολαία είναι περίπου νεκρή, καθώς το κέρδος από την δίμηνη σεζόν ύπερεπαρκεί για όλη την χρονιά, υποχρεώνεται να εργασθεί σκληρά τα καλοκαίρια στην οικογενειακή επιχείριση οπότε χωρίς διακοπές βλέπει το σχολείο σαν αγγαρεία και ουσιαστικά κάνει διακοπές τον χειμώνα. Εξ άλλου κάπου πρέπει να ξοδεύσει όσα κέρδισε ή να δοκιμάσει το καινούργιο μηχανάκι ή γκάτζετ που αγόρασε, το σχολείο δεν είναι ο καταλληλότερος τόπος γι' αυτά.

Ο τόπος όμως, για όσους μαζεύουν από τα βράχια αλάτι και μιλούν ακόμα με τα δένδρα, την θάλασσα τα σπίτια, παραμένει υπέροχος.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Δωμάτιο στον χρόνο




Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σχεδόν τετράγωνο και ψηλοντάβανο, χώραγε όλες τις αναμνήσεις.
Το πάτωμα, ξύλινο με τάβλες πλανισμένες, περασμένες λαδομπογιά έσβηνε ίχνη κι υποψίες
Ψευδοροφή από κόντρα-πλακέ, έσταζε κάθε που το κουνάβι της στέγης πείραζε τη σειρά των κεραμιδιώνε.
Δυό τοίχοι ξώτεροι από πέτρα χοντρή, της Μασίλλιας, ένας τσεσμές κι από την άλλη σύνορο, πέρα για πέρα μια ντουλάπα, χωρούσε όλα τα σκεπάσματα και τις ντροπές του κόσμου.
Το παραθύρι ένα, ανοιγμένο στον πέτρινο τον τοίχο σημάδευε τη  θάλασσα κι ένα νησάκι που χρύσιζε στην κάθε ανατολή του ήλιου. Στο περβάζι του πέρασαν ώρες ξαπλωμένα πιτσιρίκια κι η γάτα του σπιτιού.
Ενα παλιό φωτιστικό να κρέμεται κι ένα μικρούλι πορτατίφ στο μάρμαρο του κομοδίνου ήταν οι πινελιές του πολιτισμού που ήρθε με το ρεύμα.
Το νερό δεν ήρθε ποτέ.
Μια παλιακή λεκάνη και μια κανάτα, από άσπρη πορσελάνη και τα δυό, περίμεναν μπροστά στον καθρέπτη της τουαλέττας να ξεπλύνουν πρωίνές τσίμπλες και χρόνιες αμαρτίες. Πιο δίπλα κρέμονταν οι πετσέτες με τ' αρχικά του νοικοκύρη κεντημένα από χέρια εγγλέζικα.
Μία καρέκλα περίμενε τον επισκέπτη επί ματαίω.
Και στη γωνιά, σ' ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι, με χρυσαφένια κλειδαριά  και καλογυαλισμένο, τσαλακωμένο μέσα του κρυβότανε το τζίνι του σπιτιού.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Σφίξαν' οι ζέστες !




Την ήθελα διακαώς και απελπισμένα. Σαν το ξερό χώμα την βροχή, όπως ο κάθε Μιμίκος την Μαίρη του. Καθότανε απέναντι μου κοντινή μα τόσο απόμακρη συνάμα, ποθητή όπως η παγωμένη μπύρα που δεν έπινε ή το βραχιόλι στο γυμνό της πόδι. Με αρρώσταινε το ανεξιχνίαστο χαμόγελό της, η μπούκλα στο μέτωπό της, το γούνινο τσαντάκι της.
Ναι ήμουνα άρρωστος γι’ αυτήν. Πολύ άρρωστος. Χιλιάδες τρόπους σκέφτηκα για να την μαγνητίσω που έλεγε κι’ ο κατσιμίχας, τίποτα. Τίποτα δεν μπορούσε να διαπεράσει την ασπίδα προστασίας που της παρείχε η νυκτερινή  μάσκα ομορφιάς, τα ερωτικά λαγνοκύματα μου κάνανε γκελ επάνω της και επιστρέφανε να ανεβάσουνε τη θερμοκρασία μου.
- Τριανταοκτώ κι’ οκτώ.
-Σαρανταέξη.
- Οχι ρε βλάκα γιά πυρετό σου μιλάω τόση ώρα, είμαι άρρωστος, πολύ άρρωστος με την τύπισσα.
- Αυτή εξ απεναντίας ;
- Ναι ρε με το μπυρόνι που δεν το πίνει, ανάθεμα την κι’ όσο δεν το πίνει τόσο ανάβω.
- Γιατί ρε ;
- Ταυτίζομαι κολλητέ, αυτό θα πει έρωτας, για μεγάλη μηχανή σου μιλάω, πιες την κοριτσάκι μου να δροσιστώ κι’ εγώ λιγουλάκι !
- Τι κοριτσάκι ρε, τάχει τα χρονάκια της.
- Με τρελλαίνει η πατίνα του χρόνου στις ρυτίδες της και το μάσκαρα στα μάτια της, κολλητέ. Τριανταεννιά και εννιά...
- Σαρανταοκτώ !
- Μαλάκας είσαι ρε ; Βαλτό σε βρήκαμε στη κάψα μας ;
- Θες ένα παγωτό να χαλαρώσεις ; Γιατί δεν της μιλάς ;
- Τι να της πω ρε γκαγκάριν ;
- Γιατί δεν πίνει τη μπύρα της.
- Λες ;
- Δοκίμασε.
- Γιατί δεν πίνετε τη μπύρα σας ;
- Σου έχουν μιλήσει γιά το ρέικι ;
- Όχι, τι είναι αυτό ;
Τό Ρέϊκι σαν μέθοδος φυσικής θεραπείας, ήταν γνωστό από την αρχαιότητα, αλλά η γνώση  αυτή είχε, με την πάροδο των αιώνων ξεχαστεί. Ωσπου στά τέλη του 19ου ή κα τις αρχές του 20ου ένας Ιάπωνας, ο Μικάο Ουσούϊ, ψάχνοντας γι' αυτή τη χαμένη γνώση και τον τρόπο χρήσης της από τούς ανθρώπους, κάνοντας ένα πολύχρονο και κοπιαστικό ταξίδι σε δύση και ανατολή, την επανέφερε σε ισχύ και μας την παρέδωσε μέσα από προφορική διδασκαλία, η οποία, μέχρι σήμερα, από δάσκαλο σε δάσκαλο περνάει σε όλους εκείνους που σαν μαθητές ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν και ν' ακολουθήσουν αυτόν τόν δρόμο
- Ωχ. Ψήνομαι από τον πυρετό...
- Να προσθέσω το κατίτίς μου. Το ρέικι χρησιμοποιείται πια και σε νοσοκομεία στην Ευρώπη και την Αμερική. Μία από τις χρήσεις, η ανακούφιση του πόνου των καρκινοπαθών σε τελευταίο στάδιο. Το ωραίο με το ρέικι είναι ότι οι θεραπευτές δεν κρατούν την γνώση τους για τον εαυτό τους. Από τη στιγμή που κάποιος θέλει να πάρει βαθμό, μπορεί να το κάνει για να θεραπεύει τον εαυτό του και τους άλλους. Οι μυήσεις είναι απλές. Δεν χρειάζεται να αποδεχτείς καμία φιλοσοφία ή αρχή.
- Δεν έχω καρκίνο κοπέλλα μου, πιές την μπύρα σου να δροσιστώ λίγο...
- Οπως λέει μια φίλη και δασκάλα, το ρέϊκι είναι σαν το νερό πού περνάει μέσα από το λάστιχο του κήπου. εμείς είμαστε το λάστιχο. Δεν υπάρχει κριτική, δεν υπάρχει διάκριση, δεν υπάρχει προσωπική θέση, δεν υπάρχει απόρριψη. όλα και όλοι στον χώρο του ρέϊκι είναι αποδεκτά. Με τα ό,τι του ο καθένας. Και η ενέργεια σου δείχνει τον δρόμο της ταπεινότητας και την απομάκρυνση από τον δρόμο της χωριστικότητας, πού δημιουργεί το εγώ.
- Πλάκα μου κάνεις, τι λάστιχα του κήπου, καίγομαι, πιές τη μπύρα σου να δροσιστώ και γω λιγουλάκι
- Μα πως γίνεται αυτό ;
- Είμαι ταυτισμένος μαζί σου κοπέλλα μου, εξαρτώμαι ομοιοπαθητικά απ’ τη δίψα σου
- Τι μου θύμισες τώρα ! Την πρόταση μιας φίλης μου :
«Ποτέ δεν κατάλαβα τί ακριβώς είναι το ρέικι, και πώς ακριβώς να το εξηγήσω στους άλλους. Δεν μ' αρέσουν οι μαγγανίες και τα ζώδια. Το ρέικι όμως δεν είναι αυτό. Δεν είναι αυθυποβολή, είναι κάτι ΑΠΤΟ. Κι επειδή όπως είπα και πιο πάνω τα πολλά λόγια δεν λένε τίποτα προκαλώ τους άπιστους Θωμάδες με αντάλλαγμα ένα μπουκάλι μπύρα, να έρθουν σε μένα για μία συνεδρία. Κανείς δεν έχει να χάσει τίποτα. Πιθανόν μετά απλά να χαμογελάτε και να μην μπορείτε να το εξηγήσετε»
- Ε πιές την και θα σου πάρω άλλη !
Την ήπιε.
Επιτέλους !
Η θερμοκρασία μου επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τριαντα έξη και έξη...
- Μη πεις σαρανταδύο. Θα σε πνίξω.
- Δεν μίλησα, κολλητέ !
Την κοίταζα τώρα πιο κουλ. Ισως να ήταν το τυχαίο άγγιγμά της αλλά αισθανόμουνα περίεργα μέσα μου. Τα χαρακτηριστικά της δεν μου προκαλούσαν πια πόθο και έξαψη, το μακιγιάζ της δεν έδενε αρμονικά με το δέρμα της. Είχε αλλάξει και πόδι στο σταυροπόδι της, όλα έχουν τη σημασία τους όταν τα κοιτάς ψύχραιμα. Σκέφτηκα πως το ρέικι μεταδίδεται με ένα απλό άγγιγμα. Και ίσως πράγματι όλα να τα θεραπεύει.

Τα εδάφια με μπλε πλάγια γράμματα είναι από σχετική ανάρτηση στη lifo

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Je veux nager avec toi

Σαν ψάρι έξω απ' τα νερά του, όλο μονάχος κολυμπώ...



Από τα λίγα που γνωρίζω
σαν Νηρηΐδα κολυμπάς
και μακροβούτια όταν κάνεις
κλειστή την μύτη σου κρατάς

Τα κύματα με χάρη σκίζεις
με όποιο στυλ κι' αν προτιμάς
ανάσκελα ή με το πλάϊ
ή μπρούμητα αν κολυμπάς

Κι'όταν με χάρη πλατσουρίζεις
και τα χεράκια σου κτυπάς
φιάχνεις μικρές φυσσαλιδούλες
απ' τ' άρωμά σου που φοράς

Η θάλασσα να ευωδιάζει
και συ ένα χάρμα οφθαλμών,
σκηνή του Παραδείσου μοιάζει
στα άδυτα των Ουρανών

Οποιος σε τέτοια κολυμπάει
θεία κι' ευωδιαστά νερά
όλους τους πόνους του ξεχνάει,
ο καραφλός βγάζει μαλλιά !

Μωρό μου, εγώ, ο ποιητής σου
ετούτο μόνο σου ζητώ
όταν στη θάλασσα πηγαίνεις
στο πλάϊ σου να κολυμπώ !
 
 
 

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Ο Αγιος Γεώργιος, ο μεγαλομάρτυς και άλλοι τινές


Ο Αγιος Γεώργιος, λόγω της ελληνικής καταγωγής του ονόματός του είναι ουσιαστικά "συνώνυμος" του άλλου μεγαλομάρτυρος με το επίσης ελληνικό όνομα, του Αγίου Δημητρίου. Στην ελληνική γλώσσα η κατάληξη -ιος δείχνει την καταγωγή ή και τον βοηθό κάποιου επαγγελματία.
Γεώργιος, ο παρά τον γεωργόν, ο βοηθός του.
Δημήτριος, ο παρά την Δήμητραν, την θεάν της γεωργιας, ο βοηθός του γεωργού.
Σοφά ή τυχαία οι ημέρες που τιμάται η μνήμη των απέχουν περίπου ένα εξάμηνο, μισό έτος.
Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όταν υπηρετούσα κάπου στην Στερεά Ελλάδα, σε μερικά χωριά τα ονόματα που συναντούσες ήταν σχεδόν αποκλειστικά Θύμιος και Ηλίας με αποτέλεσμα αυτά τα χωριά να ξεφαντώνουν δυό φορές τον χρόνο, κάθε έξη μήνες ακριβώς.
Οταν το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη η γιορτή του Αγίου Γεωργίου μεταφέρεται την Δευτέρα του Πάσχα και ουσιαστικά...ξεχνιέται, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι Γιώργηδες και οι Γεωργίες να μη γιορτάζουν κάθε χρόνο, τόχουν λίγο απωθημένο άπως οι Βασίληδες και οι Βασιλικούλες που τους τρώει η πρωτοχρονιά την "δόξα".

Παραλλαγές του ονόματος υπάρχουν πολλές

Γιώργος, Γιωργής, Γόγος, Τζώρτζης, Τζωρτζής στα ελληνικά
Γκόγκο στα βλάχικα
Τζι στα...μάγκικα
Τζιόρτζιο, Τζιορτζίνο,Τζίνο στα ιταλικά (όπως λέμε τζίνα λολομπρίτζιτα)
Ζορζ, ζορζέτος, ζέτος στα γαλλικά (όπως λέμε ζέτα αποστόλου)
Χόρχε, χορχίτο, χίτο στα ισπανικά
χόργκε στα σουνταμερικάνικα
Γκεόργκ και Γκεόργκι στα γερμανικά και στα σλάβικα



Γνωστοί Γιώργηδες

όνομα κοινό, γιά το  καλό και το κακό
------------------------------------------------

Παπαστεφάνου, Νταλάρας {το χρώσταγα στον "συνονόματο" Πανούση}
Σεφέρης, Παπαδόπουλος
Κούδας, Μπατατούδης
Παπανδρέου(γέρος), Παπανδρέου (νέος)
Τζι, Τζι


Πάσα προσθήκη (αιτιολογημένη) γίνεται δεκτή

Ενστάσεις επί του ανηρτημένου καταλόγου καλών-κακών εξετάζονται μετά την καταβολή του σχετικού παράβολου (100 ευρώ)

Καλό Πάσχα !!

Αναδημοσιεύω σήμερα την πασχαλιάτικη ανάρτησή μου από το μακρινό 2007 όταν η κρίση δεν είχε ακόμα κατέβει τόσο...χαμηλά !


Το...άλλο Πάσχα του Δημοσίου Υπαλλήλου

Χρόνια ήσουν συνάδελφος στο ίδιο το γραφείο
Απέναντι καθόσουνα στη γραφομηχανή
Και το μυαλό μου δούλευε πως θα σε κατακτήσω
Μα γιά να συζητήσουμε δεν έβρισκα αφορμή

Δεμένα κώτσο τα μαλλιά, και σοβαρό το ύφος
Μπλούζα κλειστή, φούστα στενή. μυωπικά γυαλιά
Και μία θηλυκότητα από παντού να βγαίνει
Τα πλήκτρα σου σαν χάϊδευες, με δάκτυλα λεπτά

Ητανε τότε μιά φορά που κόπηκε το ρεύμα
Στο ασανσέρ βρεθήκαμε μονάχοι μας οι δυό
Στα μάτια κοιταχτήκαμε μου είπες πως με θέλεις
Ούτε στιγμή δεν πρόλαβα να σου αντισταθώ

Σαν το λιοντάρι που ορμά τις σάρκες να ξεσκίσει
Γυναίκα που ενόμιζε τον εαυτό της, άντρα
Πρωτοβουλίες μόνο εσύ, αντίδραση καμμία
Με διέλυσες, με έκανες από μπεγλέρι χάντρα

Τώρα παίζεις ανήξερη, με χαμηλά τα μάτια
Ποτέ δεν ξαναμίλησες, όλο με αγνοείς
Εστριψες τη καρέκλα σου, φάτσα να μη με βλέπεις
Και διέδωσες στις φίλες σου πως δεν με συμπαθείς

Και περιμένω ο φτωχός μιά διακοπή στο ρεύμα
Μα τη κατάλληλη στιγμή, μέσα στο ασανσέρ
Στα μάτια πάλι να με δείς, και γώ να σε κοιτάξω
Ξανά ν’ανάψεις και μετά .., ας κάψω το μοτέρ

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Πέμπτη

Μαρία Μαγδαληνή
Μεγάλη εβδομάδα, μεγάλης διάρκειας
Με ξύδι πλένεις τη πληγή... Μύρα σοι κομίζει
Χωρίς να πλησιάσεις... καταφιλήσω
Σωσίβιο η απόσταση... μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν
Από τη μυρουδιά μου... τη σην αισθομένη θεότητα.

Το χρέος κι' η εκδίκηση... κάμφθοιτί μοι προ τους στεναγμούς της καρδίας
Συνέχεια παλεύουν... ότι νυξ μοι υπάρχει
Στο βλέμα των ματιών σου... Δέξαι μου τα πηγάς των δακρύων
Συμπόνοια η επικάλυψη... αμέτρητον έχων το έλεος

Βγάζω τις κακίες μου... Αμαρτιών μου τα πλήθη
Σα σκοτωμένο πύον... οίστρος ακολασίας
Η αενάως χαίνουσα πληγή... Οίμοι!
Να μη κακοφορμίσει... Μη με παρίδεις

Ξέρω ειν' σιχαμερό... ζοφώδης τε
Μα όχι επικίνδυνο... και ασέληνος
Σαν το ζεστό το αίμα
Της μετάγγισης... έρως της αμαρτίας


Αποκρίσεις από το τροπάριο της Κασσιανής, μιά ιδέα του  @monias

Παραδοσιακό στεφάνι


Κάθε πρωΐ πρωτομαγιάς 
αναζητώ 
μέσα από άγιες μνήμες 
ένα μπουκέτο,
ένα μπουκέτο λούλουδα 
μα κι άγρια βοτάνια...

Νοιώθοντας τη μέρα τούτη σαν γιορτή κι όχι σαν απεργία, το ίδιο παγανιστικά σαν τις φωτιές τ' Αη Γιάννη που το καίμε, ψάχνω να βρώ τα σύμβολα, κατά πως μ' έμαθαν οι γριούλες του χωριού για το μαγιάτικο στεφάνι.
-Τα λούλουδα, γιέ μου, είναι για τη φιγούρα, άλλα συστατικά απ' το στεφάνι δεν πρέπει να λείπουν για να σου στρώνουν καλό δρόμο στη ζωή. Να βάλεις ένα στάχυ για το ψωμάκι σου, νάχεις όλο το χρόνο, ένα κλαδάκι από ελιά νάχεις και το λαδάκι κι ένα κληματόφυλλο για το κρασί. Να βάλεις κι ένα αγκάθι για τον εχθρό σου και χαμομήλι για την υγειά σου και για τ' άρωμα, για να μοσχομυρίζεις. Βάλε  και μια τσουκνίδα νάναι οι πληγές σου επιπόλαιες σαν το τσίμπημά της, βάλε και λίγη μολόχα να φεύγουν, ίδια  όπως περνά ο πόνος απ' την τσουκνίδα αν τρίψεις το μέρος που σε τσίμπησε με μολόχα.

Ειλικρινά, σαν σκέφτομαι τα λόγια της γριούλας, πόσο ψεύτικα κι άνοστα μου δείχνουν τα στεφάνια των ανθοπωλείων, μου θυμίζουν την λύπη των στεφανιών της κηδείας κι όχι τη χαρά ενός απλού μαγιάτικου μπουκέτου. Και συμφωνούν με την διαπίστωση μου πως μήνας των λουλουδιών είναι ο Απρίλης, ο Μάης είναι ο μήνας της ζωής στην εξοχή και στην θάλασσα, ο μήνας που δεν χρειαζόμαστε πια την προστασία του σπιτιού