Ο Βερνάρδος ο ερημίτης είναι ένα μαλακόστρακο με σχετικά μεγάλες δαγκάνες, σκληρό θώρακα και μαλακή κοιλιά. Για να αποφύγει τους εχθρούς του που ορέγονται την σάρκα του τρυπώνει μέσα σε άδεια όστρακα κυρίως από πορφύρες. Περπατάει με το σκληρό μέρος του έξω ενώ το μαλακό μεταφέρει το σπίτι του. Μόλις φανεί κίνδυνος εξαφανίζεται μέσα στην φωλιά του. Αν μεγαλώσει πολύ και δεν χωράει ψάχνει για μεγαλύτερο σπίτι παλεύοντας μέχρι θανάτου με πιθανούς αντιζήλους. Είναι το καλύτερο δόλωμα για ψάρια...
Καλως ήλθατε από τον Τζι
Το προηγούμενο μπλογκ μου είχε την θερμή υποστήριξη της Breeze, βασικότατη πηγή έμπνευσης. Η απώλειά της μου δημιούργησε την ανάγκη για ένα μετερίζι απ' όπου θα μπορώ να ξεπροβάλλω όσο με παίρνει αλλά και να εξαφανίζομαι μέσα σ' αυτό ή να το μεταφέρω όπου θέλω όπως ο πάγουρος, ο Βερνάρδος ο ερημίτης το σπιτάκι του. Είναι το τίμημα μα και η απόλαυση της μοναξιάς.
Μου είπες : - Τι είναι το θέρος ; Μια ψυχική ανάταση, ένα μπικίνι ; ή ένας σκύλος κάτω απ' τον ίσκιο της ελιάς ; Μην είναι τ' άσπρο συννεφάκι στον γαλανό τον ουρανό ; μην δυο λουλούδια ολόξερα ; Τρεις γλάροι που επιπλέουνε σε θάλασσα καθρέπτη ; Τέσσερα, παιδάκια τέσσερα που παίζουν τις πιτσίλες ; Πέντε μερμήγκια σέρνοντας το πτώμα μιας ακρίδας ; Και μου ξανάπες : Τι είναι το θέρος τελικά ; Σε κοίταξα στα μάτια και στα στήθια " Εξη μικρά ροδάκινα ! " Σκέφτηκα λυπημένος.
Ενα από τα λίγα τραγούδια που σου ξανάρχονται ξαφνικά στη θύμηση και παραξενεύεσαι από την ομορφιά τους, την σοφία τους που πέρασε απαρατήρητη όταν τα χόρευες ή τα έπινες χωρίς τα "μη' και τα "λιγότερα" των γιατρών. Ηταν κι εποχές που "λεφτά υπήρχαν".
Πολλές εκτελέσεις υπάρχουν γι αυτό το διαχρονικό χασάπικο, καθεμιά χαρακτηρίζει και μια γενιά. Την δικιά μου σ' αυτά τα τραγούδια την σημάδεψε η Μοσχολιού, το λέει πιο συνειδητοποιημένα από την εκπρόσωπο της παλιότερης γενιάς, την Σπεράντζα Βρανά που κουβαλάει στη φωνή της την ανεμελιά που έφερε η λήξη του πολέμου κι όλα φαντάζαν ρόδινα.
Ισως η συγκαλυμένη αξία στον στίχο να οφείλεται στην συλλογική δουλειά των Γιαννίδη-Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου καθώς ο καθένας έβαλε τις πινελιές του για να περιγράψει τον υπνάκο που πήρε ο Σακελλάριος και δεν θα προλάβαινε το τελευταίο τραμ για το ραντεβού του με τον Γιαννακόπουλο.
Εσούρωσα κι αργήσαμε, μα όσο και να φταίω
περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ μες στο βραδάκι
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
να μάς πάει κούτσα κούτσα στο παλιό μας το τσαρδάκι
Περνούν πολύ μιζέρικα τα νιάτα μας τα έρμα
αλλ’ άνοιξε το βήμα σου, να φτάσουμε στο τέρμα
Ντράγκα ντρουγκ κι αν βρούμε θέση
θα στρωθείς και θα σ’ αρέσει
Ντράγκα ντρουγκ κι αν βρούμε θέση
λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι
Εμείς με τραμ πηγαίνουμε και άλλοι με ταξάρες
Για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι άλλους οι εξάρες
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ μες στο βραδάκι
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ τι κρίμα που `ναι να `σαι τόσο φτωχαδάκι
Πρωτοακούστηκε στην επιθεώρηση " Ανθρωποι, άνθρωποι" των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου το 1948. Σήμερα -ίσως- ξαναβρίσκουν την δικαίωση τους στίχοι-τσιτάτα όπως τονα μάς πάει κούτσα κούτσα στο παλιό μας το τσαρδάκι, με τις οικονομικές δυσκολίες για ταξί και τα σπίτια που μένουν χωρίς στοιχειώδεις επισκευές. Η φτώχεια βέβαια μας φέρνει πιο κοντά και ζητά έντονα το φευγιό απ' την πραγματικότητα με τον πιο φτηνό τρόπο. Το κρασάκι εκτόπισε ξανά το ουίσκι και μας φέρνει πιο κοντά, γιατί το κρασί το πίνουμε για να θυμόμαστε ενώ το ουίσκι για να ξεχνάμε.. λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι
Δεν ξέρω πως διασκεδάζει η λιγοστή οικονομική νομενκλατούρα του τόπου, σ' όλες τις καταστάσεις υπάρχουν άνθρωποι που θα βγάλουν κέρδος στη ζωή τους, μα θαρρώ πως χάνουν την γλύκα της ζωής μ' αυτήν την νοοτροπία. Εξ άλλου δεν μπορεί να γίνουμε όλοι πλούσιοι...για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι άλλους οι εξάρες
Ομως...
τι κρίμα που `ναι να `σαι τόσο φτωχαδάκι
όλη η αλήθεια συμπυκνώνεται στην τελευταία φράση, αχ νάχαμε λεφτά αλλά με μυαλά και καρδιά φτωχού, ίσα-ίσα ν' αποφεύγαμε την σκληράδα της ανέχειας κι όταν δεν διασκεδάζαμε. Τόσο κοντά στο στίχο του Σουρή: