\
(αναδημοσίευση από την διηγηματοποίηση)
Για δυο μέρες χιόνιζε στην Αθήνα φιάχνοντας ένα χαλί των είκοσι εκατοστών. Την επόμενη μέρα ο καιρός το γύρισε στη βροχή και η υγρασία έκανε το κρύο εντονότερο. Οι δρόμοι είχαν γίνει μια αηδία από τη λάσπη και το χιόνι κι οι περισσότεροι Αθηναίοι τύλιγαν τα παπούτσια τους σε νάυλον σακκούλες προσπαθώντας να κάνουν τη σύντομη διαδρομή τους χωρίς να γλυστρήσουν ή να βρέξουν τα πόδια τους. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες είχανε βάλει τις γαλότσες τους, το πρόβλημα σ' αυτούς ήτανε μόνο η ισορροπία. Σ αυτό το κρύο περιβάλλον παραφωνία ήτανε κάθε εκατοστό ακάλυπτης σάρκας-πλην του προσώπου, φυσικά- και κινούσε την περιέργεια και το βλέμμα του τρίτου της παρέας. Ο μαγαζάτορας, ένας ψηλός και τριχωτός σαραντάρης, δεν είχε θεωρήσει αναγκαίο να φορέσει τίποτε περισσότερο από το αιώνιο κοντομάνικο πουκαμισάκι του, ξεκούμπωτο μπροστά μέχρι το στομάχι. Το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του, η θερμοκρασία περιβάλλοντος του ήταν εντελώς αδιάφορη. Ηταν μάλλον ευχαριστημένος γιατί το κρύο περιόριζε την πελατεία του, δεν ήταν της πολλής δουλειάς, τα βαριότανε τα γεροντάκια που ερχόντουσαν να παίξουν τα φραγκοδίφραγκα της σύνταξής τους τις καθημερινές, μόνο την ημέρα της πληρωμής τους παίζανε κάνα δεκάρικο. Το μαγαζί δούλευε περισσότερο με το τηλέφωνο και με παράνομο στοιχηματισμό όπου η μίζα του πράκτορα από τον μπουκ ήταν διπλάσια της νόμιμης του οργανισμού και οι εισπράξεις μαύρες. Φυσικά τα ποσά που παίζονταν ήτανε μεγάλα και οι αποδόσεις καλύτερες. Ολα αυτά βέβαια απαιτούσαν σχέση εμπιστοσύνης με τον πράκτορα μιας που ο παίκτης ήταν νομικά ακάλυπτος, σ' αυτό το ανοικτό πουκάμισο έπαιζε το ρόλο του, ήταν μια επίδειξη ντομπροσύνης του κατόχου του. Το άλλο κομμάτι γυμνης σάρκας ανήκε σ' ένα παίκτη-πελάτη από αυτούς που ξημεροβραδιάζονται στα πρακτορεία και αφορούσε τα πόδια του. Ηταν ξεκάλτσωτος και ο τρίτος της παρέας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τους γυμνούς αστραγάλους όπως ξεπρόβαλλαν από τα μονόσολα παπούτσια. Ανατρίχιαζε μόνο που τα έβλεπε, ο ίδιος ήταν βαριά ντυμένος, με κασκόλ και καπέλλο παρ' ότι βρίσκονταν σε κλειστό χώρο. Του φαινόταν τόσο αφύσικη η έλλειψη κάλτσας με τόσο κρύο που τον έκανε να αμφιβάλλει για τον χαρακτήρα του. Κάποιος που αδιαφορεί για τα πόδια του πρέπει νάχει κάπου αλλού απασχολημένο το μυαλό του και επειδή σίγουρα δεν ήταν βαρεμένος καλλιτέχνης ή ερωτευμένος μάλλον για λαμόγιο του έμοιαζε. Συνειρμικά τον σύγκρινε με κάτι παιδιά που τα ντύνανε με κουστούμια διάφορες παραθρησκευτικές οργανώσεις και τα αμολάγανε να κτυπάνε κουδούνια και να προσηλυτίζουν κόσμο στην τάδε ερμηνεία των γραφών. Ολα αυτά τα παιδιά είχαν σαν χαρακτηριστικό τους τα φτηνά και απεριποίητα παπούτσια γιατί η οργάνωση δεν μπορούσε να διαθέσει αυτό το τόσο πιο προσωπικό από τα κουστούμια συμπλήρωμα του ντυσίματος. Ενα μπουκάλι ούζο και κάτι μεζέδες ήταν ανάμεσά τους και μια κουβέντα είχε ανάψει περί τα στοιχηματικά. Ο ξεκάλτσωτος μίλαγε με ύφος εξπέρ περί τα ποδοσφαιρικά και τα ιπποδρομιακά, ο μαγαζάτορας του τόχε ξεκόψει περί τα άλογα- είχε πικράν πείρα- αλλά άκουγε με ενδιαφέρον τις απόψεις του περί ποδοσφαιρικής τακτικής και της ικανότητας κάθε προπονητή της ελληνικής επικράτειας. Τελικά ο ξεκάλτσωτος έδωσε ένα ποδοσφαιρικό στοίχημα στον μαγαζάτορα, απόρροια των διαλέξεών του και αποχώρησε, οι άλλοι συνέχισαν το ουζάκι τους και την κουβέντα τους. Είχαν κι άλλα πράγματα κοινά να σχολιάσουν, οι γυναίκες ήταν στην κορυφή των προτιμήσεών τους. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκε να πει τους φόβους του για τον ξεκάλτσωτο αλλά περιορίστηκε σ' εναν αδιάφορο σχολιασμό για το ότι δεν φόραγε κάλτσες χωρίς να το συνδέσει με τον χαρακτήρα του. Την επόμενη φορά που ξαναβρέθηκαν ο μαγαζάτορας του διηγότανε τη λαδιά που τούκανε ο ξεκάλτσωτος και τι θα τούκανε αν τον ξανάβρισκε στο δρόμο του.
(αναδημοσίευση από την διηγηματοποίηση)
Για δυο μέρες χιόνιζε στην Αθήνα φιάχνοντας ένα χαλί των είκοσι εκατοστών. Την επόμενη μέρα ο καιρός το γύρισε στη βροχή και η υγρασία έκανε το κρύο εντονότερο. Οι δρόμοι είχαν γίνει μια αηδία από τη λάσπη και το χιόνι κι οι περισσότεροι Αθηναίοι τύλιγαν τα παπούτσια τους σε νάυλον σακκούλες προσπαθώντας να κάνουν τη σύντομη διαδρομή τους χωρίς να γλυστρήσουν ή να βρέξουν τα πόδια τους. Οι κυνηγοί και οι ψαράδες είχανε βάλει τις γαλότσες τους, το πρόβλημα σ' αυτούς ήτανε μόνο η ισορροπία. Σ αυτό το κρύο περιβάλλον παραφωνία ήτανε κάθε εκατοστό ακάλυπτης σάρκας-πλην του προσώπου, φυσικά- και κινούσε την περιέργεια και το βλέμμα του τρίτου της παρέας. Ο μαγαζάτορας, ένας ψηλός και τριχωτός σαραντάρης, δεν είχε θεωρήσει αναγκαίο να φορέσει τίποτε περισσότερο από το αιώνιο κοντομάνικο πουκαμισάκι του, ξεκούμπωτο μπροστά μέχρι το στομάχι. Το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του, η θερμοκρασία περιβάλλοντος του ήταν εντελώς αδιάφορη. Ηταν μάλλον ευχαριστημένος γιατί το κρύο περιόριζε την πελατεία του, δεν ήταν της πολλής δουλειάς, τα βαριότανε τα γεροντάκια που ερχόντουσαν να παίξουν τα φραγκοδίφραγκα της σύνταξής τους τις καθημερινές, μόνο την ημέρα της πληρωμής τους παίζανε κάνα δεκάρικο. Το μαγαζί δούλευε περισσότερο με το τηλέφωνο και με παράνομο στοιχηματισμό όπου η μίζα του πράκτορα από τον μπουκ ήταν διπλάσια της νόμιμης του οργανισμού και οι εισπράξεις μαύρες. Φυσικά τα ποσά που παίζονταν ήτανε μεγάλα και οι αποδόσεις καλύτερες. Ολα αυτά βέβαια απαιτούσαν σχέση εμπιστοσύνης με τον πράκτορα μιας που ο παίκτης ήταν νομικά ακάλυπτος, σ' αυτό το ανοικτό πουκάμισο έπαιζε το ρόλο του, ήταν μια επίδειξη ντομπροσύνης του κατόχου του. Το άλλο κομμάτι γυμνης σάρκας ανήκε σ' ένα παίκτη-πελάτη από αυτούς που ξημεροβραδιάζονται στα πρακτορεία και αφορούσε τα πόδια του. Ηταν ξεκάλτσωτος και ο τρίτος της παρέας δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από τους γυμνούς αστραγάλους όπως ξεπρόβαλλαν από τα μονόσολα παπούτσια. Ανατρίχιαζε μόνο που τα έβλεπε, ο ίδιος ήταν βαριά ντυμένος, με κασκόλ και καπέλλο παρ' ότι βρίσκονταν σε κλειστό χώρο. Του φαινόταν τόσο αφύσικη η έλλειψη κάλτσας με τόσο κρύο που τον έκανε να αμφιβάλλει για τον χαρακτήρα του. Κάποιος που αδιαφορεί για τα πόδια του πρέπει νάχει κάπου αλλού απασχολημένο το μυαλό του και επειδή σίγουρα δεν ήταν βαρεμένος καλλιτέχνης ή ερωτευμένος μάλλον για λαμόγιο του έμοιαζε. Συνειρμικά τον σύγκρινε με κάτι παιδιά που τα ντύνανε με κουστούμια διάφορες παραθρησκευτικές οργανώσεις και τα αμολάγανε να κτυπάνε κουδούνια και να προσηλυτίζουν κόσμο στην τάδε ερμηνεία των γραφών. Ολα αυτά τα παιδιά είχαν σαν χαρακτηριστικό τους τα φτηνά και απεριποίητα παπούτσια γιατί η οργάνωση δεν μπορούσε να διαθέσει αυτό το τόσο πιο προσωπικό από τα κουστούμια συμπλήρωμα του ντυσίματος. Ενα μπουκάλι ούζο και κάτι μεζέδες ήταν ανάμεσά τους και μια κουβέντα είχε ανάψει περί τα στοιχηματικά. Ο ξεκάλτσωτος μίλαγε με ύφος εξπέρ περί τα ποδοσφαιρικά και τα ιπποδρομιακά, ο μαγαζάτορας του τόχε ξεκόψει περί τα άλογα- είχε πικράν πείρα- αλλά άκουγε με ενδιαφέρον τις απόψεις του περί ποδοσφαιρικής τακτικής και της ικανότητας κάθε προπονητή της ελληνικής επικράτειας. Τελικά ο ξεκάλτσωτος έδωσε ένα ποδοσφαιρικό στοίχημα στον μαγαζάτορα, απόρροια των διαλέξεών του και αποχώρησε, οι άλλοι συνέχισαν το ουζάκι τους και την κουβέντα τους. Είχαν κι άλλα πράγματα κοινά να σχολιάσουν, οι γυναίκες ήταν στην κορυφή των προτιμήσεών τους. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκε να πει τους φόβους του για τον ξεκάλτσωτο αλλά περιορίστηκε σ' εναν αδιάφορο σχολιασμό για το ότι δεν φόραγε κάλτσες χωρίς να το συνδέσει με τον χαρακτήρα του. Την επόμενη φορά που ξαναβρέθηκαν ο μαγαζάτορας του διηγότανε τη λαδιά που τούκανε ο ξεκάλτσωτος και τι θα τούκανε αν τον ξανάβρισκε στο δρόμο του.