.
Ενα άρθρο μου από τα παλιά για τις περίεργες διαδρομές των λέξεων...
όπως λέμε :
ΗΠΑ κι ελάλησα !
Φανερά υπάρχει διαφορά μεταξύ του λαλώ και του λέγω. Η φράση "είπα(*) και ελάλησα" δεν περιέχει πλεονασμό. Η λαϊκή σοφία έχει αποδώσει τελικά το λαλώ στους πετεινούς με το μικρό κεφάλι, συνειρμικά στους έχοντες λίγο μυαλό.
(*)είπον αόριστος β του άχρηστου "έπω" με ψιλή ενώ έπω με δασεία (παρατατικός είπον, αόριστος έσπον) διέπω, περιέπω.
Αλλά τι γίνεται με το λέγω ;
Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Από τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ. το λέγω έχει κυρίως τη σημερινή του έννοια : ομιλώ, εκθέτω διά λόγων. "εφη λέγων" (Ηρ.) και "ουδέν λέγεις" (Αρστφ).
Εχουμε ακόμη την έννοια του μετράω-λογαριάζω : "και μείζον, ος τις αντί της αυτού πάτρας φίλον νομίζει, ουδαμού λέγω" (Σφκλ)
υμνώ διά λόγων : θέλω λέγειν Ατρείδας, θέλω δε Κάδμον άδειν" (Ανκρ) και
εκφωνώ : "λέγε τοίνυν μοι το ψήφισμα τουτί λαβών" (Δμσθ)
Στον Ομηρο όμως το λέγω εχει :
Αφ' ενός μεν τη σημασία του συλλέγω- εκλέγω-διαλέγω- καταλέγω (μετρώ) όπως φαίνεται από τα αντίστοιχα αποσπάσματα :
"οστέα Πατρόκλοιο λέγωμεν" ( Ιλ.Ψ )
"δυώδεκα λέξατο κούρους" ( Ιλ. Φ )
"ει γαρ νυν λεγοίμεθα πάντες άριστοι" ( Ιλ. Ν )
"τι σε χρή ταύτα λέγεσθαι" ( Ιλ. Ν )
αφ' ετέρου δε τη σημασία του αποκοιμίζω, πλαγιάζω να κοιμηθώ, ησυχάζω, αναπαύομαι.
"εγώ μεν (ο Υπνος) έλεξα Διός νόον" ( Ιλ. Ξ )
"συ δ' αυτόθι λέξοιο" ( Ιλ. Ι )
"οθ' ηδέϊ λέξεται ύπνω" ( Ιλ. Δ ).
Υποστηρίζω ότι αυτή είναι η πρώτη έννοια του λέγω διότι απ' αυτήν παράγονται οι λέξεις λέχος, λέκτρον, λεχώ και λόχος, οι οποίες συνυπάρχουν σε διάφορες μορφές στα ομηρικά κείμενα, δεν εμφανίστηκαν αργότερα.
Λέχος και λέκτρον, κρεββάτι και συνεκδοχικά γάμος (συγκοίμηση ανδρόγυνου, σεξουαλική πράξη) εξ ου λεκτροχαρής, ο αγαπών το κρεββάτι (φιλήδονος).
Το αποτέλεσμα εννιά μήνες μετά λεχώ (λεχώνα, λεχούσα) γυναίκα που γέννησε και το ρήμα λοχεύω δηλαδή γεννώ ή γεννιέμαι ή ακόμα ξεγεννώ "τις λοχεύει σε ή μόνη μοχθείς τάδε" (Ευρ. ) και λόχος (γέννα) :"Αρτεμις δ' εκάταν γυναικών λόχους εφορεύειν" ( Αισχ.).
Αλλά και στην Ιλιάδα εμφανίζονται οι ίδιες λέξεις :
"οθεν σφίσιν είχε λοχήσαι' ( Ιλ. Σ)
Εχουμε όμως επίσης ¨εκ λόχου αμπήδησεν" ( Ιλ. Δ ) και ακόμη στην Οδύσσεια ο Δούρειος ίππος αναφέρεται ως "κοίλος λόχος" ( Οδ.θ)
Εδώ βέβαια η λέξις λόχος μπορεί να έχει διπλή έννοια, λόχος εκ του λοχάω-ώ (ενεδρεύω, ελλοχάω).
Μεταγενέστερα η λέξη λόχος σημαίνει τάγμα στρατιωτών, τάξεις πολιτών : "διήρηνται άπασαι αι πόλεις αι μεν κατά φυλάς (αθήναι), αι δε κατά μοίρας (σπάρτη), αι δε κατά λόχους (θήβαι)" ( Ξνφ.)
Φαίνεται φυσικό η κοιλιά του Δούρειου ίππου να "γέννησε" την ενέδρα και σίγουρο ότι η έννοια της ενέδρας πέρασε στούς ενεδρεύοντες που ονομάσθηκαν λόχος (περίπου 100 άνδρες).
Γιά το πως το λέγω=αποκοιμίζω (εαυτόν ή άλλους) έφτασε να σημαίνει ομιλώ ο καθένας μπορεί να βρεί μιά λογική ανέλιξη.
Ενα άρθρο μου από τα παλιά για τις περίεργες διαδρομές των λέξεων...
όπως λέμε :
ΗΠΑ κι ελάλησα !
Φανερά υπάρχει διαφορά μεταξύ του λαλώ και του λέγω. Η φράση "είπα(*) και ελάλησα" δεν περιέχει πλεονασμό. Η λαϊκή σοφία έχει αποδώσει τελικά το λαλώ στους πετεινούς με το μικρό κεφάλι, συνειρμικά στους έχοντες λίγο μυαλό.
(*)είπον αόριστος β του άχρηστου "έπω" με ψιλή ενώ έπω με δασεία (παρατατικός είπον, αόριστος έσπον) διέπω, περιέπω.
Αλλά τι γίνεται με το λέγω ;
Ας ξεκινήσουμε ανάποδα. Από τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ. το λέγω έχει κυρίως τη σημερινή του έννοια : ομιλώ, εκθέτω διά λόγων. "εφη λέγων" (Ηρ.) και "ουδέν λέγεις" (Αρστφ).
Εχουμε ακόμη την έννοια του μετράω-λογαριάζω : "και μείζον, ος τις αντί της αυτού πάτρας φίλον νομίζει, ουδαμού λέγω" (Σφκλ)
υμνώ διά λόγων : θέλω λέγειν Ατρείδας, θέλω δε Κάδμον άδειν" (Ανκρ) και
εκφωνώ : "λέγε τοίνυν μοι το ψήφισμα τουτί λαβών" (Δμσθ)
Στον Ομηρο όμως το λέγω εχει :
Αφ' ενός μεν τη σημασία του συλλέγω- εκλέγω-διαλέγω- καταλέγω (μετρώ) όπως φαίνεται από τα αντίστοιχα αποσπάσματα :
"οστέα Πατρόκλοιο λέγωμεν" ( Ιλ.Ψ )
"δυώδεκα λέξατο κούρους" ( Ιλ. Φ )
"ει γαρ νυν λεγοίμεθα πάντες άριστοι" ( Ιλ. Ν )
"τι σε χρή ταύτα λέγεσθαι" ( Ιλ. Ν )
αφ' ετέρου δε τη σημασία του αποκοιμίζω, πλαγιάζω να κοιμηθώ, ησυχάζω, αναπαύομαι.
"εγώ μεν (ο Υπνος) έλεξα Διός νόον" ( Ιλ. Ξ )
"συ δ' αυτόθι λέξοιο" ( Ιλ. Ι )
"οθ' ηδέϊ λέξεται ύπνω" ( Ιλ. Δ ).
Υποστηρίζω ότι αυτή είναι η πρώτη έννοια του λέγω διότι απ' αυτήν παράγονται οι λέξεις λέχος, λέκτρον, λεχώ και λόχος, οι οποίες συνυπάρχουν σε διάφορες μορφές στα ομηρικά κείμενα, δεν εμφανίστηκαν αργότερα.
Λέχος και λέκτρον, κρεββάτι και συνεκδοχικά γάμος (συγκοίμηση ανδρόγυνου, σεξουαλική πράξη) εξ ου λεκτροχαρής, ο αγαπών το κρεββάτι (φιλήδονος).
Το αποτέλεσμα εννιά μήνες μετά λεχώ (λεχώνα, λεχούσα) γυναίκα που γέννησε και το ρήμα λοχεύω δηλαδή γεννώ ή γεννιέμαι ή ακόμα ξεγεννώ "τις λοχεύει σε ή μόνη μοχθείς τάδε" (Ευρ. ) και λόχος (γέννα) :"Αρτεμις δ' εκάταν γυναικών λόχους εφορεύειν" ( Αισχ.).
Αλλά και στην Ιλιάδα εμφανίζονται οι ίδιες λέξεις :
"οθεν σφίσιν είχε λοχήσαι' ( Ιλ. Σ)
Εχουμε όμως επίσης ¨εκ λόχου αμπήδησεν" ( Ιλ. Δ ) και ακόμη στην Οδύσσεια ο Δούρειος ίππος αναφέρεται ως "κοίλος λόχος" ( Οδ.θ)
Εδώ βέβαια η λέξις λόχος μπορεί να έχει διπλή έννοια, λόχος εκ του λοχάω-ώ (ενεδρεύω, ελλοχάω).
Μεταγενέστερα η λέξη λόχος σημαίνει τάγμα στρατιωτών, τάξεις πολιτών : "διήρηνται άπασαι αι πόλεις αι μεν κατά φυλάς (αθήναι), αι δε κατά μοίρας (σπάρτη), αι δε κατά λόχους (θήβαι)" ( Ξνφ.)
Φαίνεται φυσικό η κοιλιά του Δούρειου ίππου να "γέννησε" την ενέδρα και σίγουρο ότι η έννοια της ενέδρας πέρασε στούς ενεδρεύοντες που ονομάσθηκαν λόχος (περίπου 100 άνδρες).
Γιά το πως το λέγω=αποκοιμίζω (εαυτόν ή άλλους) έφτασε να σημαίνει ομιλώ ο καθένας μπορεί να βρεί μιά λογική ανέλιξη.