Την εποχή που δεν υπήρχανε τεχνικές σχολές για να μάθει ένα παιδί μια τέχνη πήγαινε μαθητευόμενος σ' ένα μάστορα και τον βοηθούσε χωρίς αμοιβή μέχρι να μάθει. Ποιός όμως θα έκρινε ότι είχε μάθει ; Εδώ πολλές φορές οι εκτιμήσεις μαθητού και δάσκαλου ήταν διαφορετικές.
Κάποτε λοιπόν ένας πατέρας πήγε το παιδί του στο γειτονικό χωριό για να μάθει τέχνη σ' έναν γέρο αγγειοπλάστη. Πράγματι το παιδί βοηθούσε τον γέρο να φιάξουνε τον πηλό, να σχηματίσουν τα πήλινα τον τροχό και να τα βάλουνε στον φούρνο. Τότε ήταν ώρα της ξεκούρασης ώσπου να ψηθούν τα πήλινα που πέρναγε με τις ιστορίες που έλεγε ο γέρος. Μετά σηκωνότανε, άνοιγε την πόρτα του φούρνου, κοίταζε αν είχαν ψηθεί τα πήλινα κι έλεγε στον μικρό " Κάτσε να κάνω ένα τσιγάρο και τα μαζεύουμε"
Σε κάποιους μήνες ο μικρός θεώρησε πως έμαθε την διαδικασία και επέστρεψε στο χωριό του όπου με την βοήθεια του πατέρα του άνοιξε δικό του εργαστήρι. Εφιαξε πηλό, σχημάτισε τα αγγεία, τα έβαλε στον φούρνο, τα έψησε όση ώρα τα έψηνε ο δάσκαλος, τα έβγαλε και...κρακ-κρακ-κρακ όλα ράγισαν !!
Την άλλη μέρα και την παράλλη τα ίδια, ο πατέρας κατάλαβε πως δεν ήταν τυχαίο και θύμωσε, πήρε τον γιό του και ξαναπήγανε στον μάστορα.
- Τον κορόιδεψες τον γιό μου, του είπε. Δεν του έμαθες σωστά την τέχνη και τα αγγεία σπάνε.
Ο δάσκαλος είπε στον μικρό να φιάξει μόνος του καινούργια πήλινα και να τα φουρνίσει κι έτσι έγινε. Οταν πέρασε η ώρα του ψησίματος ο δάσκαλος άνοιξε το πορτάκι του φούρνου κι έκανε όπως πάντα ένα τσιγάρο. Μετά είπε στον μικρό να βγάλει τα πήλινα έξω. Τα πήλινα βγήκαν όλα τους γερά.
- Βλέπεις είπε στον πατέρα, εγώ σωστά τα δίδαξα, αυτός βιάστηκε να φύγει νομίζοντας πως τα ξέρει όλα.
- Τι θες να πεις ;
- Να, ο μικρός είναι μικρός δεν καπνίζει ακόμα ...
- Κι έπειτα ;
- Να, βιάζεται να βγάλει τα πήλινα έξω απο τον φούρνο κι όπως είναι καυτά κρυώνουν απότομα και ραγίζουν ! Ενώ εγώ αφήνω την πόρτα ανοικτή ώσπου να κάνω το τσιγάρο μου, να κρυώσουν λιγάκι !
Ο δάσκαλος ξέρει πότε ο μαθητής είναι έτοιμος, ο μαθητής απλά νομίζει ότι ξέρει.