Το τρόπαιο ήταν κρεμασμένο στην κεραία του αυτοκινήτου δίπλα από το παράθυρο του οδηγού αλλά πιο ψηλά, έξω από το οπτικό του πεδίο και το είχε ξεχάσει. Το μυαλό του ήταν γεμάτο από τις όμορφες εικόνες και τους ήχους της μέρας. Οδηγούσε εντελώς μηχανικά και βασανιστικά αργά, προσπαθώντας να επιμηκύνει την νιρβάνα που ζούσε. Αναπόφευκτα το αυτοκίνητο έφτασε στο τέρμα της διαδρομής του και μαζί ήρθε και η αναπόφευκτη στιγμή των αποχαιρετισμών. Βγήκε από το αυτοκίνητο και περνώντας μπροστά από το καπό, της άνοιξε την πόρτα. Απέφευγε να πάει από την πίσω πλευρά του αμαξιού ξέροντας πως αυτό το κάνουν οι σωφέρ κι αυτός ήθελε να είναι ευγενικός αλλά όχι δουλικός μαζί της. Αγκαλιάστηκαν αμέσως μόλις βγήκαν κι άρχισαν τα μακρόσυρτα φιλιά τους. Αργά την νύχτα δεν υπήρχε ψυχή να τους δει και κοίταζαν να καλύψουν τον χαμένο καιρό μέσα στο αμάξι όπου το οδήγημα απαιτούσε να χαϊδεύει μόνο ο ένας τα μαλιά του άλλου.
"Θα αργήσεις" του είπε ξεκολλώντας προσωρινά από πάνω του.
" Εχεις δίκιο" της απάντησε κι έκανε να φύγει αλλά του έπιασε το χέρι και οδηγώντας το μέσα από τη φούστα στην γυμνή σάρκα της, τον ρώτησε με λατρεία " Ξέχασες τίποτε ;"
Ηταν τα χαράματα μιας όμορφης καλοκαιρινής μέρας όταν ξεκίνησαν την εκδρομή τους αναζητώντας τη δροσιά στα ψηλά. Είχαν εξασφαλίσει τα άλλοθί τους από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και εξαφανίζοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους τον καθημερινό τους εαυτό ζούσαν κάθε δεκαπέντε μέρες μια μέρα όπως θέλανε, μια ανάσα από την κουραστική ρουτίνα των δεσμεύσεών τους. Ηταν η συμφωνία τους και η προσπάθεια να διαφυλάξουν τη σχέση τους, μια σχέση έξω από τις συμβατικότητες και τα τετριμένα, Μια σχέση στηριγμένη στην απόλυτη ειλικρίνεια και φυσικά ή μάλλον υποχρεωτικά ... παράνομη.
Το αυτοκίνητο κέρδιζε συνεχώς υψόμετρο μέχρι που στα χίλια τετρακόσια ένα συμπαθητικό χωριουδάκι φάνηκε μεσ' στην πρασινάδα. Η ώρα θα πλησίαζε τις δέκα όταν μπήκαν πιασμένοι χέρι-χέρι στο καφενειο του χωριού, γεμάτο από χωρικούς που απολάμβαναν το καφεδάκι τους μετά την πρωϊνή γεωργική εργασία.
Δεν υπήρχε γυναίκα μέσα στο καφενείο-που ακούστηκε τέτοιο πράμα στο χωριό ;- όλες ήτανε στα σπίτια τους ετοιμάζοντας το μεσημεριανό φαΐ κι απλώνοντας τραχανά. Οι καφενόβιοι έτρωγαν με τα μάτια τους την πρωτευουσιάνα με την μίνι φούστα και το βαθύ ντεκολτέ στο στήθος, το μυαλό τους πήγαινε μια στη γυναίκα τους και μια στη κατσίκα τους, ίσως γιατί τους τη θύμιζε στη γύμνια. Ατάραχο το ζευγαράκι διάλεξε ένα γωνιακό τραπεζάκι και παράγγειλε δυο χαμομήλια κι ένα τάβλι. Κάνοντας τον σταυρό του το γκαρσόνι απομακρύνθηκε να εκτελέσει την παραγγελιά. Σε λίγο όλο το καφενείο ψιθύριζε κλείνοντας πονηρά το μάτι "Δικοί μας είναι αφού πίνουν χαμομήλι, θα κρυώσανε φαίνεται, το βράδυ είχε ψύχρα στο δασάκι".
Το χαμομήλι άχνιζε και τα ζάρια άστραφταν μα ο αγώνας ήταν άνισος γιατί πέρα από την γνώση η τύχη ήταν μονόπλευρα με τον οδηγό και πριν καλά-καλά κρυώσουν τα ροφήματα το σκορ ήταν κοντά στο πέντε-μηδέν. Ολο το καφενείο παρακολουθούσε, δήθεν αδιάφορα, με την άκρη των ματιών. Η ρέντα συνεχιζότανε κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του με την τελευταία ζαριά "Ξέρεις την ποινή για όποιον χάνει με μηδέν, έτσι δεν είναι ;".
Περίμενε να την δει να σηκώνεται και να βαδίζει προς την τουαλέττα αλλά αυτή ψύχραιμη, με το χαμόγελο στα χείλη και κοιτώντας τον στα μάτια, έβαλε τα χέρια της κάτω από το τραπέζι και τα ξανάβγαλε προσφέροντας του το εσώρρουχό της. Ενας ψίθυρος διέτρεξε το καφενείο απ' άκρη σ' άκρη. Μερικοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι τι έγινε και ρωτούσαν ενώ πολλοί αρνιότουσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ελαφρά αμήχανος ο νικητής το βάσταγε στο αριστερό του χέρι μέχρι να πιουν το χαμομήλι τους. Μετά, βγαίνοντας απ΄το καφενείο το έδεσε στην κεραία του αυτοκινήτου, τρόπαιο μιας μέρας. " Θα σου επιστραφεί με το τέλος της ημέρας" της είπε κι αυτή τον φίλησε δίχως ίχνος κακίας. Οι μισοί θαμώνες του καφενείου είχαν βγει έξω από την αίθουσα και τους κοίταζαν. Ενας τους έβρισε αλλά δεν τούδωσαν σημασία, μπήκαν στο αμάξι και συνέχισαν την εκδρομή τους. Είχαν πολλά να κάνουν μεχρι το βράδυ.
Ξεκρέμασε το εσώρρουχό της και της το έδωσε. Την κοίταζε να το φοράει με κινήσεις ζαρκαδιού και στα μάτια του ξανάπαιξαν οι εικόνες από την υπέροχη μέρα που πέρασε μαζί της. Στο δρόμο για το σπίτι του δάκρυσε. Δεν ήταν τόσο γιατί δεν είχε το θάρρος να της ζητήσει να είναι κάθε μέρα μαζί όσο γιατί ήξερε πως έτσι θα το σκότωνε μια ώρα αρχύτερα.
Πριν μπει στο σπίτι του σκούπισε τα μάτια του να αποφύγει τις περιττές ερωτήσεις, πήρε το μισοαδιάφορο, χαζοχαρούμενο ύφος του και είπε στη γυναίκα του πόσο του έλειψε όλη μέρα, αυτό ήταν που ήθελε να ακούσει.