Μια αναδημοσίευση. Εν όψει της θερινής μετεγκατάστασής μου, μετράω τις απώλειες
Την είδε λίγο πριν σκοτεινιάσει ντυμένη στα λευκά. Εβγαζε το εγγονάκι της βόλτα με το καροτσάκι και δικαιολογούσε πλήρως τον τίτλο που της είχε απονείμει ο Αντόνιο πολλά χρόνια πριν : λα ντόννα ιντραμοντάμπιλε, πάει να πει η κυρία που παραμένει η ίδια με τα χρόνια.
Η αλήθεια ήταν ότι περίμενε να την δει νωρίτερα, αυτή την χρονιά το καλοκαίρι είχε αρχίσει νωρίς και η ...αμετάβλητη κυρία δεν έχανε ποτέ την ευκαρία για ένα θαλασσινό μπάνιο, ίσως ήταν το μυστικό της. Φυσικά δεν χρησιμοποιούσε αντηλιακά και κρέμες, το δέρμα της, δέρμα έφηβης, είχε πάρει το μόνιμο σκούρο χρώμα που έχουν οι ψαράδες και οι άλλοι εργάτες της θάλασσας, χωρίς βέβαια τις ζάρες και τις ρυτίδες τους.
Την κοίταξε ερωτηματικά μετά τις πρώτες τυπικότητες προσπαθώντας να μαντέψει. Τον έβγαλε γρήγορα από τον κόπο : "Θα τα έμαθες για τον Αντώνη, φαντάζομαι ... δεν άντεξε ... δυστυχώς". Ο άντρας της φάνηκε σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με ένα άλλο εγγονάκι. Χαιρέτησε καλοδιάθετα διώχνοντας την κουβέντα από τα δυσάρεστα. Ισως η φροντίδα του να συντηρεί πειστικά γύρω του πάντοτε ένα χαρούμενο περιβάλλον να ήταν το κύριο συστατικό για την απίστευτη συντήρηση της ομορφιάς της γυναίκας του.
Το χρώμα του θανάτου ήταν πάντοτε μία από τις αναπάντητες ερωτήσεις του. Από έμπνευση πίστευε πως ήταν κάτι σαν το πορτοκαλλί, κάτι σαν το χρώμα που έβλεπε να σχηματίζεται στα βλέφαρα όταν έστρεφε τα κλειστά του μάτια στον ήλιο. Σε πολύ έντονα ερωτικές στιγμές, όταν το πάθος δοκίμαζε τα όρια της αντοχής, διάφορες ερωμένες προσπάθησαν να τον πείσουν ότι το μωβ χρώμα ήταν πιο ταιριαστό. Σχεδόν τα κατάφεραν μέχρι που είδε εκείνο το έργο, το "η παράσταση αρχίζει" (all that jazz, του Bob Fosse). Η σκηνοθετική άποψη για το σενάριο και η πολύ καλή μουσική του έργου τον έπεισαν ότι ο θάνατος εμφανίζεται με την μορφή μιας όμορφης γυναίκας ντυμένης στα λευκά.
Ηταν το τρίτο καλοκαίρι που περίμενε να δει τον Αντώνη και κάθε φορά η ντόννα ιντραμοντάμπιλε του έφερνε τα νέα του. Ηταν όμως η μοναδική φορά που στην πρώτη τους συνάντηση έτυχε να φοράει άσπρα.
Στα τρία αυτά χρόνια τηλεφώνησε μόνο μια φορά, δεν του άρεσαν τα τηλεφωνήματα του Αντόνιο και τον καταλάβαινε καλά. Εκτός αυτού του όφειλε τον απαιτούμενο σεβασμό, ήταν μεγαλύτερός του περίπου είκοσι χρόνια. Υπήρχε μια μακρινή συγγένεια μεταξύ τους που δεν την έψαξαν ποτέ. Τον αποκαλούσε "τσίο" δηλαδή θείε και ήταν ο "νιπότε", ο ανηψιος, είχαν τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας, στην πραγματικότητα ήταν ξαδέρφια.
Ο Αντώνης, παντρεμένος με Ιταλίδα σταδιοδρόμησε στην γείτονα χώρα και όταν πενηντάρισε θυμήθηκε τα πάτρια εδάφη. Αγόρασε ένα σπίτι στον τόπο της καταγωγής του και επέστρεψε σαν "Αντόνιο", ασορτί με τον ευρωπαϊκό αέρα που απέπνεε. Αντίστοιχα στην Ιταλία κυκλοφορούσε ως " Τόνυ" και εκεί ο "ευρωπαίκός" αέρας τον βοηθούσε στις δουλειές του, εξάλλου χειριζότανε άνετα τα αγγλικά- πρόβλημα για τους περισσότερους Ιταλούς-, τα γαλλικά και βελτίωνε συνεχώς τα ρώσσικά του.
Δέθηκαν περισσότερο ένα καλοκαίρι που ο τσίο ήλθε πιο νωρίς, χωρίς οικογένεια, για κάτι μικροεπισκευές του σπιτιού του. Ετυχε και ο νιπότε να είναι χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις και το απόλαυσαν. Ντυμένοι μόνο μ' ένα πράγμα κάτι μεταξύ μαγιό και σορτς, χωρίς πετσέτα, γύρναγαν με την βάρκα από παραλία σε παραλία.. Μοναδικά εφόδια ήταν τα τσιγάρα τους και κάνα δυό μπουκάλια νερό. Κουβέντιαζαν για μικρά και μεγάλα πράγματα όπως κάνουν οι πραγματικοί φίλοι. Αργά το απόγευμα πλησίαζαν κάποια παραλιακή ταβέρνα. Εβγαιναν πελαγώνοντας και κάθονταν πάντοτε δίπλα στο κύμα. Ετρωγαν βερεσέ και στην επιστροφή κυριολεκτικά "γεμάτοι" άκουγαν μια όπερα του Βέρντι στο μισοσκόταδο. Πριν τις έντεκα είχαν ήδη αποκοιμηθεί ώστε να απολαύσουν το επόμενο πρωϊνό πριν χαράξει. Μια μέρα την εβδομάδα γυρνούσαν τις ταβέρνες, τα βενζινάδικα και τα περίπτερα να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Είχαν ανακαλύψει την ελευθερία που χαρίζει η ανυπαρξία κλειδιών και χρημάτων, για τα κλειδιά είχανε βρει καβάντζες στα σπίτια τους.
Τον αγάπησε για τον λεπτό τρόπο με τον οποίον ζητούσε κάτι και τον ακόμα λεπτότερο με τον οποίο ανταπέδιδε. Τα φρέσκα ψάρια, ειδικά τα μικρά, ψημμένα με αλάτι, ήταν από τις αδυναμίες του, φρόντιζε πάντοτε για το κατάλληλο κρασί που τα συνόδευε.
Ο βασικότερος λόγος που εκτιμούσε τόσο τον τσίο ήταν ότι τον είχε μυήσει
στον κόσμο της μουσικής του Βέρντι, ένα καινούργιο κόσμο φιαγμένο με
την τελειότητα της μουσικής του. Πραγματικά δικαίωνε τον τσίο που του
έλεγε πως ό,τι ακούγεται ωραία και δεν είναι Βέρντι μπορεί να λάμπει
αλλά δεν είναι χρυσός. Αργότερα, όταν γνώρισε και τα υπόλοιπα έργα του
εκτός από τις όπερες, αυτά που ο τσίο αγνοούσε, κατάλαβε πως είχε φτάσει
σ' αυτό το συμπέρασμα όχι τόσο από γνώση αλλά από ένστικτο. Ισως από
ένστικτο τον συμβούλευε να βγει από το χρηματιστήριο όσο ήταν καιρός
αλλά δεν τον άκουσε. Προτίμησε την δική του φωνή της λογικής και την
πλήρωσε.
Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο να πενθεί ή να τιμά τους φίλους και τους συγγενείς του. Αυτό σκεφτότανε καθώς ξεκίνησε με την βάρκα του, χωρίς πουκάμισο και πετσέτα, για μια μακριά βόλτα στα νησάκια. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα σε ποιά ταβέρνα θα πελάγωνε με το σούρουπο. Ηξερε μόνο ότι αυτή τη φορά θα έπινε από δυό ποτήρια...