από την διηγηματοποίηση, τις ιστορίες με αλάτι
Κάτι η οικονομική κατάσταση που συνεχώς γυρεύει φόρους, κάτι η ηλικία που συνεχώς προσθέτει άλατα στις αρθρώσεις, η βαρκούλα έμεινε μόνη φέτος στο μικρό λιμανάκι. Ανεβοκατεβαίνουνε οι τσαμαδούρες ακολουθώντας το κύμα και σαπίζουνε στον ήλιο τα σκοινιά περιμένοντας μάταια κάποιο βαρκάκι να δέσει. Μόνη η "Κυριακή", μια πενταμισάρα γαΐτα γεμάτη δίιχτυα και παραγάδια, που παλεύει για το βιος μιας φαμελιάς, μάταια περιμένει τις φίλες της, τις ερασιτέχνισσες με τις συρτές και τις καθετές. Ακρίβυναν και οι μπενζίνες, η "Κυριακή" δεν έχει γρήγορη "φαγάνα" εξωλέμβια αλλά μια φάριμαν με πετρέλαιο, πρώτη σ' οικονομία και στη σιγουριά.
Θλιβερό το θέαμα της μόνης βάρκας και σκληρά να ξεκινάει η μέρα μεσ' στα σκοτάδια χωρίς ν' ανταλλάσσει ο κύρης της μια καλημέρα με τους ψαράδες σαν ξεκινάει για το λεβάρισμα.Κι ακόμα περισσότερο στενόχωρη σαν με τον ήλιο σηκωμένο ξεψαρίζει χωρίς ματιές και πειράγματα για την ψαριά του.
Μόνο οι γάτες περιμένουν υπομονετικά στην προκυμαία για τον μεζέ τους.
Κι οι πελάτες ;
Χαθήκανε κι αυτοί. Που είναι η εποχή που στριμωχνότουσαν στην σειρά, το φρέσκο ψάρι ν' αγοράσουν. Τώρα μόνο ένα ζευγάρι νεαρό αφού κοίταξε για ώρα την ψαριά πήρε μια σκόρπαινα δείχνοντάς την και πλήρωσε σιωπηλά. Τους κοίταζε ο ψαράς που φεύγαν με το ψάρι κι αναρωτιότανε τι έφταιξε και δεν του απευθύνανε τον λόγο. Δεν κατάλαβε ούτε αν ήταν ντόπιοι ή ξένοι, μια στιγμή μοναχά η κοπελλιά κάτι ψιθύρισε στ' αφτί του συνοδού της αλλά δεν τ' άκουσε.
Το ζευγάρι χάθηκε απ' τα μάτια του κι η μοναξιά βάρυνε κι άλλο το πρωϊνό. Εβρεξε τα ψάρια να μην του ανάψουνε, τάβαλε στα κοφινέλλα με τα παραγάδια και τα σκέπασε με τους μουσαμάδες. Θυμήθηκε που τούλεγε ο πατέρας του, ψαράς κι αυτός, να τα σκεπάζει γιατί έχει κακά μάτια κάτω στο λιμάνι.
"Τώρα δεν έχει καθόλου μάτια", σκέφθηκε.
Στο σπίτι η γυναίκα του τύλιξε τα πρώτα ψάρια με βρεγμένες εφημερίδες για τους πελάτες, τάβαλε στο ψυγείο και ξεδιάλεξε τα δεύτερα για το μπουργέτο. Αρχισε να τα καθαρίζει στο νεροχύτη με την γάτα να χαϊδεύεται στα πόδια της περιμένοντας να φάει τα σπάραχνα. Ο ψαράς την κοίταζε με βλέμμα αδειανό, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά, σαν να μην την ήξερε καθόλου.
"Τριάντα χρόνια παντρεμένοι", σκέφτηκε κι όμως δεν είχε ούτε μια λέξη να της πει.
"Μήπως πάντοτε μόνοι μας δεν είμαστε", σιγοψιθύρισε.
Σηκώθηκε και την πλησίασε χωρίς να την ακουμπήσει. Πάνω από τον ώμο της ήτανε καρφωμένο στον τοίχο το ξύλινο κουτάκι με το αλάτι που μάζευε στα βραχάκια. Απλωσε το χέρι του και πήρε μια μικρή πρέζα. Την έφερε στο στόμα του κι όλη η μοναξιά που μάζεψε η θάλασσα μέχρι να γίνει αλάτι ξεχύθηκε στη γεύση του. Την γνώρισε, την είχε μάθει καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου