Αν κοιτάξτε σήμερα τον πληθυσμό στην Αθήνα θα διαπιστώσετε πως κυριαρχούν η ασχήμια και τα γηρατειά. Υπάρχουν κάποια μικρά παιδιά που πηγαίνουν ακόμα σχολείο ή σπουδάζουν (τα μισά από τα προ εικοσετίας) αλλά απουσιάζει εκκωφαντικά η ηλικία από 25 έως 40. Κι αυτό γιατί όποιος έλληνας αυτής της ηλικίας μπορούσε, έφυγε έξω λόγω της κρίσης και σχεδόν όλοι οι μετανάστες αυτής της ηλικίας ζήτησαν αλλού εργασία και στέγη. Εκεί λοιπόν που προ εικοσαετίας είχε ομορφύνει η χώρα από την αθρόα εισαγωγή ωραίων νεαρών κυριών τώρα ξεμείναμε με τις κάποιας ηλικίας μόνον και τις κακοσχηματισμένες που κανείς δεν πήρε μαζί του φεύγοντας.
Το αποτέλεσμα ήταν οι ελληνίδες γυναίκες που τότε ήταν στα εικοσιτόσα τους κι ένοιωθαν παραγκωνισμένες από το πλήθος των αλλοδαπών, τώρα εκμεταλλευόμενες το κενό που υπάρχει στις μικρότερες ηλικίες μπόρεσαν να περάσουν στη πρώτη γραμμή ζήτησης. Αν μάλιστα προσθέσετε το προσόν της ωριμότητας και την γλύκα που δίνει η πατίνα του χρόνου στις περισσότερες, γίνονται περίπου αυναγώνιστες αφού το μόνο προσόν που τους λείπει, η φρεσκάδα, δεν υπάρχει στον ανταγωνισμό γιατί λείπουν οι τριαντάρες.
Τα σαράντα ίσως είναι η καλύτερη ηλικία της γυναίκας γιατί έχει τελειώσει με τις γέννες, (υποτίθεται πως) έχει αποκτήσει γνώσεις και ωριμότητα και (αν) ξέρει τι θέλει ώστε να έχει μια καλή ζωή. Το βασικό πρόβλημα της σαραντάρας ήταν πως οι άντρες πάντα κοίταζαν για νεώτερες και έτσι έμεναν στην σκιά των γυναικών στα τριάντα που αφθονούσαν, ειδικά με τις εισαγωγές από τις ανατολικές χώρες. Τώρα πολλές έχοντας περάσει στην πρώτη γραμμή ζήτησης παίρνουν την εκδίκησή τους συνάπτοντας πολλαπλές παράλληλες σχέσεις μήπως και καλύψουν τον χαμένο χρόνο των νιάτων τους και γενικά παίζοντας το γκόμενες, ενώ άλλες περιορίζονται στα θαυμαστικά βλέματα των ανδρών που τόσο τους είχαν λείψει.
Το πως ήταν παλιά οι σαραντάρες περιγράφει έξοχα το τραγουδάκι