Καλως ήλθατε από τον Τζι

Το προηγούμενο μπλογκ μου είχε την θερμή υποστήριξη της Breeze, βασικότατη πηγή έμπνευσης. Η απώλειά της μου δημιούργησε την ανάγκη για ένα μετερίζι απ' όπου θα μπορώ να ξεπροβάλλω όσο με παίρνει αλλά και να εξαφανίζομαι μέσα σ' αυτό ή να το μεταφέρω όπου θέλω όπως ο πάγουρος, ο Βερνάρδος ο ερημίτης το σπιτάκι του.
Είναι το τίμημα μα και η απόλαυση της μοναξιάς.

Διηγήματα θα βρείτε στην διηγηματοποίηση
και ποιήματα στην ποιηματοποίηση

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Επί πώλου όνου

Από την διηγηματοποίηση



Ο κυρ Μέντιος, ο γάίδαρος, είχε κάτι το περίεργο στο βλέμμα του. Στα μάτια των ανθρώπων ίσως ήταν  μια περηφάνεια απ' τα πολλά βραβεία που είχε κερδίσει, είχε ανακηρυχθεί "γάϊδαρος του νησιού" τα τρία τελευταία χρόνια σερί, μα οι άνθρωποι τι να ξέρουν από γαϊδούρια, όταν απλά μιμείσαι κάτι, δεν είναι σίγουρο πως θα το κατανοήσεις κιόλας ...
Στα μάτια των ομοίων του ο κυρ Μέντιος φαινότανε κουρασμένος κάπως κι' απορημένος, είχε μπλέξει σ΄αυτήν την ιστορία με τις διπλοβάρδιες που του έφερνε βέβαια αναγνώριση και βραβεία αλλά και μια κόπωση που την άντεχε  μόνο χάρη στην γαϊδουρινή υπομονή του.
Ο κυρ Μέντιος κληρονομήθηκε " εξ αδιαιρέτου " σε δυο αδέρφια στο νησί. Οπως τα περισσότερα γαϊδούρια, μέχρι τότε, δούλευε στο αγώγι μεταφέροντας ανθρώπους και πράγματα από τη σκάλα κάτω, στη χώρα απάνω, τα κτίζανε στα ψηλά τα σπίτια στα νησιά ένα καιρό για ν' αποφεύγουν  πειρατές κι' Εγγλέζους.  Τ' αγώγια, μετρημένα, μια φαμιλιά μονάχα μπορούσαν ν' ανασταίνουν, τ' άλλο τ' αδέρφι πήρε να παλεύει σε κάτι λίγα  κληρονομικά στρέμματα  φτωχής σε χώμα γης, με κάτι αμπέλια ξερικά και στάρι, κριθάρι για προσφάγι. Εχοντας το γαϊδούρι μισακό, της γης το πάλεμα τόκανε βράδυ, όταν τελείωναν τ' αγώγια.
Αδιαμαρτύρητα ο κυρ Μέντιος πέταγε το βαρύ σαμάρι και ζευότανε νυχτιάτικα τ' αλέτρι ή το σβολοκόπι και τ' άλλα τα εργαλεία του οργώματος ή κουβάλαγε, με το φεγγάρι οδηγό, στα κτήματα λιπάσματα και κοπριές για ν' αυγατίσει η σοδειά. Μέχρι και αυτοκόλλητα φωσφορίζοντα του βάλανε του κυρ Μέντιου, πράσινο από μπροστά και κόκκινο στα καπούλια να τονε βλέπουν τ' αυτοκίνητα από τουρίστες στη βραδυνή την βάρδια, μην έχουν κάνα ατύχημα
Κι' ήρθε κι' έστρωσε το γαϊδαράκι, πέταξε ότι λίπος είχε επάνω του περιττό, για να μπορεί ν' αντεπεξέλθει στην διπλοβάρδια. Κάθε πρωΐ, με τ' άλλο αφεντικό στη σειρά, σαν τα ταξί, για τ'αγώγια, μ' ελάχιστη ξεκούραση και το βράδυ τ' αγροτικό του, σαν δόκιμος γιατρός. Τα βράδια αγρίευε λιγάκι, χρόνια συνηθισμένος να τα περνάει στο παχνί του, πάλευε με τα μάτια του να σκίσει το σκοτάδι να δει μην έρχεται εχθρός. Τα πρωϊνά ξεκουραζόταν λίγο η ψυχή του, έβλεπε κι' άλλα γαϊδούρια, καμμιά θηλυκιά να θυμάται που και που το φύλο του κι αντάλλασσε κανένα φιλικό γκάρισμα με τ' άλλα γαϊδουράκια. Στα μάτια ανθρώπων και γαϊδάρων φάνταζε ήρωας, ο ήρωας της διπλοβάρδιας, όλοι κοιτάζανε με δέος και με ζήλεια τα μετάλλια από τα βραβεία που ήταν περασμένα χαϊμαλιά στην λαιμαριά του.
Ο κυρ Μέντιος τ' αγαπούσε και τα δυό τ' αφεντικά του. Θυμότανε μικρά που τα πήγαινε βόλτα στο σαμάρι του, τις εποχές τις ευτυχισμένες. Θυμότανε που τούδιναν να φάει καρπουζόφλουδες και το νερό που τούβαζαν να ξεδιψάσει. Θυμότανε με περηφάνεια την λίγη αγάπη που του δείξανε τα πιτσιρίκια μεσ' στα παιχνίδια τους. Δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς τώρα που είχαν την ανάγκη του.
Μπορεί να μην τον ρώτησαν ποτέ, μπορεί να τον θεωρούσαν "δεδομένο", μα η συναίνεσή του ήταν γνήσια και εντελώς αυθόρμητη.
Μόνο το βλέμμα του ποτέ δεν εξηγήσανε μήτε οι ανθρώποι μήτε οι γαϊδάροι. Γιατί ποτέ δεν τους πέρασε από το μυαλό πως ο κυρ Μέντιος βρέθηκε εκεί, αλλά δεν ήθελε να είναι ο ήρωας της διπλοβάρδιας. ούτε κανένας άλλος ήρωας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου