Το σπίτι που μένω είναι παλιό, μετράει περισσότερο από δυό αιώνες. Κτισμένο με σοφία για τις χρήσεις που είχε, εκτός από τις προσθήκες πολιτισμού όπως το ρεύμα που ήρθε όταν πια οι μερακλήδες μάστοροι δεν ήταν ο κανόνας αλλά οι εξαιρέσεις. Πήρε την μορφή που έχει σήμερα πριν 50 χρόνια όταν και πέρασε στην ιδιοκτησία της δεύτερης μάνας μου- με είχανε μεγαλώσει μισό-μισό η κανονική μάνα μου και η άτεκνη αδερφή της. Οι επεμβάσεις που έγιναν ήταν για να μπορεί να κατοικηθεί πιο άνετα και ήταν άλλες καλές κι άλλες όχι, έδωσαν ένα αρχοντικό αέρα με τη σκάλα και την πόρτα από τον πλαϊνό κήπο, άλλες έδωσαν πινελιές στο πνεύμα του τότε μοντερνισμού. Στο τσακ τα πρόλαβε η θεία, την επόμενη χρονιά η πόλη κηρύχθηκε διατηρητέα-αν δεν κάνω λάθος ήταν η πρώτη στην Ελλάδα μαζί με τον Πόρο- και κάθε επέμβαση πλέον ήθελε την έγκριση της αρχαιολογικής υπηρεσίας..
Γνώρισα εξ αιτίας του σπιτιού έναν Ιταλό καθηγητή της Αρχιτεκτονικής στο Τορίνο, που μου έφτιαξε ένα σκαρίφημα με το πως θα έπρεπε να ήταν η πρόσοψη πριν τις επεμβάσεις. Στην αρχή τον είχα περάσει για κατάσκοπο αφού πέρναγε ώρες έξω από το σπίτι μελετώντας κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού. Μετά γίναμε φίλοι και μου έχει μιλήσει για διάφορα αρχιτεκτονικά θαύματα που έχει ανακαλύψει σε ελληνικά μοναστήρια, εκκλησίες και σπίτια. Μια φορά τον βρήκα να μαζεύει κάποιες πέτρες από την θάλασσα. Τις κονιορτοποιούσε και έφτιαχνε την σωστή απόχρωση της ώχρας για να βάψει το σπίτι του.
Η πρώτη χρήση του σπιτιού πρέπει να ήταν κάποιο είδος δημόσιου κτιρίου. Αυτό μαρτυρούν οι δύο πόρτες που έχει η μία δίνει κατευθείαν στο δωμάτιο-διάδρομο όπου θα μπορούσαν να είναι παρατεταγμένα τα γραφεία των υπαλλήλων και στην σκάλα που οδηγούσε επάνω, στα γραφεία των ανωτέρων. Η ίδια διάταξη χρησιμοποιείται και σήμερα στο Δημαρχείο.
Η άλλη πόρτα οδηγούσε σε χώρο αναμονής και επικοινωνούσε με τον διάδρομο με πλαϊνή πόρτα.
Πιθανόν να ήταν τα γραφεία του συνδέσμου των καραβοκύρηδων και η πλαίνή είσοδος να χρησίμευε για την ναυτουριά, πιθανόν εδώ να προσλαμβάνανε το τσούρμο. Σε αυτό συνάδει και το αβέρτο (δηλαδή αδιαίρετο) του πιο πάνω ορόφου όπου φιάχνανε τα πανιά για τα ιστιοφόρα.
Μετά η χρήση του άλλαξε. Υπήρξε μια διώροφη προσθήκη στον πίσω χώρο, στο ισόγειο στήθηκε ένα πλυσταριό με μόνιμο καζάνι και ξεχωριστή καπνοδόχο ενώ από πάνω του, στον πρώτο όροφο στήθηκε μια κουζίνα. Το αβέρτο του δεύτερου ορόφου χωρίσθηκε με τσασμάδες και άλλαξε την υποχρεωτική διαρρύθμιση λόγω των πέτρινων τοίχων που είχαν οι δυό κάτω όροφοι. Προφανώς το οίκημα έκτοτε χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία.
Οι εφοπλιστές της εποχής ήταν άνθρωποι μορφωμένοι και με ήθος. Αλλά και οι ναύτες-συντοπίτες είχαν διαφορετική σχέση με τον καπετάνιο τους από την σχέση υπαλλήλου αφεντικό. Ο κοινός κίνδυνος σφυρηλατούσε αυτές τι σχέσεις. Ηταν αδέρφια στην θάλασσα αλλά βαστάγανε αποστάσεις στην στεριά, μέχρι και σε διαφορετικά καφενεία σύχναζαν οι καπεταναίοι από την ναυτουριά κι αυτό δεν ήταν από σνομπισμό αλλά από ένδειξη σεβασμού των πληρωμάτων. Ούτε μπορούσε να διανοηθεί ο καπετάνιος να μη μοιράσει το έξτρα κέρδος ενός ταξιδιού κατά πως ορίζουν οι άγραφοι νόμοι της θάλασσας. Τεχνίτες στα πανιά, δεν πίστευσαν στον ατμό και καταστράφηκαν. Η πόλη μαράζωσε, τα αρχοντικά ερήμωσαν, όσοι είχαν την δυνατότητα μετακόμισαν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ανθρωποι του μόχθου ήταν πλέον οι καινούργιοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά, σε μερικούς έμεινε η συνήθεια ν' ανοίγουν τα σπίτια τους τα καλοκαίρια, στις διακοπές.
Το άνοιγμα του δρόμου το 70, μέχρι τότε συνήθως η προσέγγιση γινόταν με καϊκι, και η άνοδος του τουριστικού ρεύματος ξανάζωντάνευσε την πόλη. Πολλά σπίτια ανακαινίσθηκαν και πολλά έργα, αλλά και η φυσική ομορφιά, έκαναν την πόλη καλοκαιρινό και όχι μόνο θέρετρο. Μερικοί θεωρούν ΄πως ξαναζεί τα παλιά μεγαλεία. Από οικονομικής πλευράς ίσως αλλά από πλευράς κατοίκων επικράτησαν οι κακές συνήθειες των τουριστικών τόπων. Οι άνθρωποι αλλοιώθηκαν από το εύκολο κέρδος και από τις υψηλές αξίες των ερειπίων που περιήλθαν στην κατοχή τους. Η διπλοπροσωπία έφτασε στο φόρτε της και δεν υπάρχει περίπτωση να μη σχολιάσουν πίσω από την πλάτη οποιουδήποτε περαστικού. Η μόρφωση εγκαταλείφθηκε, η νεολαία είναι περίπου νεκρή, καθώς το κέρδος από την δίμηνη σεζόν ύπερεπαρκεί για όλη την χρονιά, υποχρεώνεται να εργασθεί σκληρά τα καλοκαίρια στην οικογενειακή επιχείριση οπότε χωρίς διακοπές βλέπει το σχολείο σαν αγγαρεία και ουσιαστικά κάνει διακοπές τον χειμώνα. Εξ άλλου κάπου πρέπει να ξοδεύσει όσα κέρδισε ή να δοκιμάσει το καινούργιο μηχανάκι ή γκάτζετ που αγόρασε, το σχολείο δεν είναι ο καταλληλότερος τόπος γι' αυτά.
Ο τόπος όμως, για όσους μαζεύουν από τα βράχια αλάτι και μιλούν ακόμα με τα δένδρα, την θάλασσα τα σπίτια, παραμένει υπέροχος.