Αναδημοσιεύω σήμερα την πασχαλιάτικη ανάρτησή μου από το μακρινό 2007 όταν η κρίση δεν είχε ακόμα κατέβει τόσο...χαμηλά !
Το...άλλο Πάσχα του Δημοσίου Υπαλλήλου
Απέναντι καθόσουνα στη γραφομηχανή
Και το μυαλό μου δούλευε πως θα σε κατακτήσω
Μα γιά να συζητήσουμε δεν έβρισκα αφορμή
Δεμένα κώτσο τα μαλλιά, και σοβαρό το ύφος
Μπλούζα κλειστή, φούστα στενή. μυωπικά γυαλιά
Και μία θηλυκότητα από παντού να βγαίνει
Τα πλήκτρα σου σαν χάϊδευες, με δάκτυλα λεπτά
Ητανε τότε μιά φορά που κόπηκε το ρεύμα
Στο ασανσέρ βρεθήκαμε μονάχοι μας οι δυό
Στα μάτια κοιταχτήκαμε μου είπες πως με θέλεις
Ούτε στιγμή δεν πρόλαβα να σου αντισταθώ
Σαν το λιοντάρι που ορμά τις σάρκες να ξεσκίσει
Γυναίκα που ενόμιζε τον εαυτό της, άντρα
Πρωτοβουλίες μόνο εσύ, αντίδραση καμμία
Με διέλυσες, με έκανες από μπεγλέρι χάντρα
Τώρα παίζεις ανήξερη, με χαμηλά τα μάτια
Ποτέ δεν ξαναμίλησες, όλο με αγνοείς
Εστριψες τη καρέκλα σου, φάτσα να μη με βλέπεις
Και διέδωσες στις φίλες σου πως δεν με συμπαθείς
Και περιμένω ο φτωχός μιά διακοπή στο ρεύμα
Μα τη κατάλληλη στιγμή, μέσα στο ασανσέρ
Στα μάτια πάλι να με δείς, και γώ να σε κοιτάξω
Ξανά ν’ανάψεις και μετά .., ας κάψω το μοτέρ
>Ξανά ν’ανάψεις και μετά .., ας κάψω το μοτέρ
ΑπάντησηΔιαγραφήΖήτησα ο δόλιος κείνα τα μπλέ χαπάκια (επικουρικά, από τις σπάνιες φορές). Ημουν μαζί με μια δικιά μου. Σ ένα φαρμακείο Νέα Μάκρη μεριά.
Κι η κουφάλα η φαρμακοπιός στην καλή χαρά μπρος τον κόσμο:
- Το 'καψες το μοτεράκι έ;
Για σου Γουσού με τις ατέλειωτες ιστοριούλες σου !
Διαγραφή