Από την διηγηματοποίηση...
Μικρός δεν ήξερε τι σήμαινε η λέξη, όχι το πουλί βέβαια αλλά σαν παρατσούκλι γι αυτούς που κουβαλάνε τα φέρετρα. Λογικό ήταν αφού απέφευγε τις κηδείες, του άρεσε η φράση "οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους αποθαμένους. Πλησιάζοντας τα τριάντα βέβαια, αναγκάσθηκε να συμμετέχει σε τέτοιου είδους τελετές μιας και οι νεκροί ήταν πλέον του στενού οικογενειακού κύκλου και η ηλικία του δεν επέτρεπε δικαιολογίες. Τότε όμως η απάντηση "κοράκι" στην ερώτηση "τι δουλειά κάνεις ;" δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική.
Ετσι τους γνώρισε και πάνω στην δουλειά, κατάλαβε ποιό ακριβώς είναι το "κομοδινί" χρώμα που έχουν στα μαλλιά τους, ασσορτί με το μαύρο κουστούμι και την μαύρη γραβάτα πάνω στο άσπρο πουκάμισο, κατανόησε το "σοβαρό" τους ύφος και έμεινε έκπληκτος που ο "δικός" του, ο Νικόλας, διατηρούσε όλα αυτά τα στοιχεία και εκτός εργασίας. Εργασία, δευτέρα φύσις, που λένε...
Αρχικά τον είχε περάσει για πολύ σπουδαίο. Καθόταν σοβαρός, καλοντυμένος με το κουστούμι και την μαύρη γραβάτα, πάντα αμίλητος στο τραπεζάκι του, στο θορυβώδες από τους χαρτοπαίκτες καφενείο, πίνοντας το ουζάκι του ή σπανιότερα πορτοκαλάδα - δεν ήξερε τότε πως ήταν χορτασμένος από καφέδες στη δουλειά του. Τον είχε δει όμως να παίζει κάποιες φορές κουμ-καν με τους μεγάλους, αυτός και οι πιτσιρικάδες της παρέας του παίζανε πρέφα φτηνιάρικη, ίσα-ίσα να πληρώσει ο κερδισμένος τα ουζάκια με τα κέρδη. Στα μάτια του έφηβου τα περίπου σαράντα με πενήντα χρόνια του τον κατέτασσαν στην κατηγορία των μεγάλων και οικονομικά ισχυρών. Η σύγκριση γινόταν βέβαια με το πενιχρό φοιτητικό του χαρτζηλίκι και την δική του ηλικία.
Την πρώτη φορά που τον πρόσεξε καλύτερα ήταν σ' ένα καυγά στο κουμ-καν όπου διαπληκτιζότανε λεκτικά με τους άλλους. Σχημάτισε την εντύπωση πως είχε δίκιο από τον τόνο της φωνής του-ήταν σαν να τον έπνιγε- αν και τα λόγια που έλεγε ήταν ακατάληπτα, είχε χαθεί κάθε ειρμός από την σκέψη του. Απομακρύνθηκε από το τραπέζι όπου έπαιζε μ' ένα ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας και μονολογώντας που και που. Θα τον είχε ξεχάσει αν δεν ερχόταν με την καρέκλα του να ζητήσει την άδεια να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους, μήπως ηρεμήσει- έτσι είπε. Κάθισε δίπλα του και με σκουντήματα του ποδιού του τον οδήγησε σε κάποιες πετυχημένες επιλογές. Κέρδισε την συμπάθειά του και την εκτίμηση για τις γνώσεις του. Από τότε ήταν συχνός θεατής της πρέφας των νεαρών, με εύστοχες παρατητρήσεις στην απειρία του παιξίματός των. Μετά από λίγο έγινε ο τέταρτος της παρέας- παίζανε με τεμπέλη πλέον- και κανόνιζε να χάνει ώστε να πληρώνει τα ουζάκια των πιτσιρικάδων.
Εχοντας γίνει αναπόσπαστο μέλος της παρέας, όπως ήταν φυσικό άρχισαν να συζητάνε για διάφορα θέματα και τότε πίσω από το προσωπείο της σοβαρότητας φάνηκε η δουλειά και ο αληθινός χαρακτήρaς του Νικόλα. Χωρισμένος, μ' ένα παιδί που τόβλεπε μια φορά κάθε δυο μήνες έσερνε το κορμί του και την καλά κρυμμένη μιζέρια του απ' την δουλειά στο σπίτι, από κει στο καφενείο και μετά ξανά σπίτι. Από συνήθεια δεν έβγαζε τα ρούχα της δουλειάς εκτός από τα άσπρα γάντια. Τις λίγες φορές που δεν ερχότανε στο καφενείο πήγαινε τον χειμώνα σινεμά για να βγάλει γκόμενες- έτσι έλεγε- με την αλάνθαστη μέθοδό του : φρόντιζε και καθόταν δίπλα σε όποιαν του άρεσε και σιγά-σιγά ακουμπούσε το γόνατό του στο δικό της. Αν δεν αποτραβιότανε έβαζε το χέρι του στο γόνατό της και αν δεν αντιδρούσε το χέρι του τράβαγε την ανηφόρα μέχρι τον τελικό στόχο. "Οταν βάλεις το δάκτυλό σου μέσα της, ότι να της προτείνεις στις τουαλέττες του σινεμά, θα το δεχθεί" έλεγε στα αποχαυνωμένα μειράκια. "Το μυστικό είναι να ξέρεις να σταματάς όταν δεν βλέπεις ανταπόκριση, να μην πιέζεις τα πράματα".
Το καλοκαίρι στα θερινά τα σινεμά δεν μπορούσε να δουλέψει το σύστημα, δεν υπήρχαν τα σκοτάδια της κλειστής αίθουσας κι ο Νικόλας αναζητούσε τις παρτεναίρ-θύματά του στις πλαζ : "Ξαπλώνεις και κανονίζεις να φαίνεται λίγο το πουλί σου από αυτήν που σ' ενδιαφέρει και της χαμογελάς. Αν δεις και σου χαμογελάσει όλα εντάξει, μαζέψου και πιάσε κουβέντα, τόχει πάρει το μήνυμά της. Αν σε βρίσει ή σε αγριοκοιτάξει κάνε τον προσβεβλημένο λόγω της αφηρημάδας σου και οπωσδήποτε ζήτα συγγνώμη."
Ομορφάντρας ο Νικόλας, ψηλός και κορμάρα και με πρόσωπο ηθοποιού που βάφει τα μαλλιά αλά γόης του Χόλλυγουντ, πρέπει να είχε τις επιτυχίες του, κυρίως σε κυρίες που πλησίαζε η ημερομηνία λήξης τους, οι συμβουλές του πρακτικά ήταν άχρηστες για τους πιτσιρικάδες εκτός και κυνήγαγαν παρωχημένες. Μόνο μία συμβουλή του φαινότανε ν' αξίζει :
"Είναι απίστευτο, έλεγε ο Νικόλας, πως η γυναίκα πάνω στην μεγάλη στενοχώρια της για τον χαμό κάποιου δικού της, γίνεται επιρρεπής στο σεξ. Φτάνει να ξέρεις να την πλησιάσεις με λόγια παρηγορητικά και αυστηρά φιλικές χειρονομίες μέχρι να ηρεμήσει. Τότε της έρχεται η όρεξη κι εσύ έχεις ήδη τα χέρια σου επάνω της. Εκμεταλλεύσου το".
Το ίδιο, έλεγε ο Νικόλας συμβαίνει και στα νοσοκομεία όταν κινδυνεύει η ζωή κάποιου συγγενούς της, βρίσκεται στην ίδια ψυχολογική κατάσταση.
Δεν είχε προλάβει να δοκιμάσει τις συμβουλές του Νικόλα όταν μιλώντας για την δουλειά του κατάλαβε πως ήταν τερατολόγος και σταμάτησε να δίνει βάση στα λεγόμενά του :
¨Εμένα που με βλέπετε έχουνε δει πράματα και θάματα τα μάτια μου στο νεκροτομείο. Παιδιά που να ψάχνεσαι γιατί πέθαναν και ερείπια που ν' απορείς πως ζούσαν. Αλλά ποτέ δεν έχουν δει πολύ πλούσιους ή πολύ διάσημους, πάντοτε τα φέρετρά τους είναι αδειανά. Κάποια στιγμή το κανονίζουν, κάνουν πως πέθαναν και πάνε και ζούνε σε κάποιο νησί όπου είναι μονάχα πλούσιοι και διάσημοι, μακριά από τα μάτια του κόσμου, χωρίς γορίλλες προστασίας και ενοχλητικούς παπαράτσι. Ούτε κινδυνεύουν να τους σκοτώσουν οι εχθροί κι οι ανταγωνιστές τους ή οι κακοποιοί για λύτρα. Κάνουν και μια μεγαλοπρεπή κηδεία για τα μάτια του κόσμου, αλλά άκου εμένα, το φέρετρο είναι άδειο και το εσωτερικό του είναι στον επίγειο κρυφό παράδεισο. Αχ τι κάνουνε τα φράγκα και που να τα βρεις..."
Μετά σταμάτησε να έρχεται στο καφενείο. Ισως κι ο ίδιος ο Νικόλας συνειδητοποιώντας πως παραανοίχθηκε, άλλαξε στέκι και χάθηκε. Μπορεί ακόμα να κέρδισε το πρώτο λαχνό του λαχείου και να πήγε στο κρυφό νησί για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Ποτέ δεν έμαθε γιατί απέφευγε τις κηδείες εκείνο τον καιρό...
Μικρός δεν ήξερε τι σήμαινε η λέξη, όχι το πουλί βέβαια αλλά σαν παρατσούκλι γι αυτούς που κουβαλάνε τα φέρετρα. Λογικό ήταν αφού απέφευγε τις κηδείες, του άρεσε η φράση "οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους αποθαμένους. Πλησιάζοντας τα τριάντα βέβαια, αναγκάσθηκε να συμμετέχει σε τέτοιου είδους τελετές μιας και οι νεκροί ήταν πλέον του στενού οικογενειακού κύκλου και η ηλικία του δεν επέτρεπε δικαιολογίες. Τότε όμως η απάντηση "κοράκι" στην ερώτηση "τι δουλειά κάνεις ;" δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική.
Ετσι τους γνώρισε και πάνω στην δουλειά, κατάλαβε ποιό ακριβώς είναι το "κομοδινί" χρώμα που έχουν στα μαλλιά τους, ασσορτί με το μαύρο κουστούμι και την μαύρη γραβάτα πάνω στο άσπρο πουκάμισο, κατανόησε το "σοβαρό" τους ύφος και έμεινε έκπληκτος που ο "δικός" του, ο Νικόλας, διατηρούσε όλα αυτά τα στοιχεία και εκτός εργασίας. Εργασία, δευτέρα φύσις, που λένε...
Αρχικά τον είχε περάσει για πολύ σπουδαίο. Καθόταν σοβαρός, καλοντυμένος με το κουστούμι και την μαύρη γραβάτα, πάντα αμίλητος στο τραπεζάκι του, στο θορυβώδες από τους χαρτοπαίκτες καφενείο, πίνοντας το ουζάκι του ή σπανιότερα πορτοκαλάδα - δεν ήξερε τότε πως ήταν χορτασμένος από καφέδες στη δουλειά του. Τον είχε δει όμως να παίζει κάποιες φορές κουμ-καν με τους μεγάλους, αυτός και οι πιτσιρικάδες της παρέας του παίζανε πρέφα φτηνιάρικη, ίσα-ίσα να πληρώσει ο κερδισμένος τα ουζάκια με τα κέρδη. Στα μάτια του έφηβου τα περίπου σαράντα με πενήντα χρόνια του τον κατέτασσαν στην κατηγορία των μεγάλων και οικονομικά ισχυρών. Η σύγκριση γινόταν βέβαια με το πενιχρό φοιτητικό του χαρτζηλίκι και την δική του ηλικία.
Την πρώτη φορά που τον πρόσεξε καλύτερα ήταν σ' ένα καυγά στο κουμ-καν όπου διαπληκτιζότανε λεκτικά με τους άλλους. Σχημάτισε την εντύπωση πως είχε δίκιο από τον τόνο της φωνής του-ήταν σαν να τον έπνιγε- αν και τα λόγια που έλεγε ήταν ακατάληπτα, είχε χαθεί κάθε ειρμός από την σκέψη του. Απομακρύνθηκε από το τραπέζι όπου έπαιζε μ' ένα ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας και μονολογώντας που και που. Θα τον είχε ξεχάσει αν δεν ερχόταν με την καρέκλα του να ζητήσει την άδεια να παρακολουθήσει το παιχνίδι τους, μήπως ηρεμήσει- έτσι είπε. Κάθισε δίπλα του και με σκουντήματα του ποδιού του τον οδήγησε σε κάποιες πετυχημένες επιλογές. Κέρδισε την συμπάθειά του και την εκτίμηση για τις γνώσεις του. Από τότε ήταν συχνός θεατής της πρέφας των νεαρών, με εύστοχες παρατητρήσεις στην απειρία του παιξίματός των. Μετά από λίγο έγινε ο τέταρτος της παρέας- παίζανε με τεμπέλη πλέον- και κανόνιζε να χάνει ώστε να πληρώνει τα ουζάκια των πιτσιρικάδων.
Εχοντας γίνει αναπόσπαστο μέλος της παρέας, όπως ήταν φυσικό άρχισαν να συζητάνε για διάφορα θέματα και τότε πίσω από το προσωπείο της σοβαρότητας φάνηκε η δουλειά και ο αληθινός χαρακτήρaς του Νικόλα. Χωρισμένος, μ' ένα παιδί που τόβλεπε μια φορά κάθε δυο μήνες έσερνε το κορμί του και την καλά κρυμμένη μιζέρια του απ' την δουλειά στο σπίτι, από κει στο καφενείο και μετά ξανά σπίτι. Από συνήθεια δεν έβγαζε τα ρούχα της δουλειάς εκτός από τα άσπρα γάντια. Τις λίγες φορές που δεν ερχότανε στο καφενείο πήγαινε τον χειμώνα σινεμά για να βγάλει γκόμενες- έτσι έλεγε- με την αλάνθαστη μέθοδό του : φρόντιζε και καθόταν δίπλα σε όποιαν του άρεσε και σιγά-σιγά ακουμπούσε το γόνατό του στο δικό της. Αν δεν αποτραβιότανε έβαζε το χέρι του στο γόνατό της και αν δεν αντιδρούσε το χέρι του τράβαγε την ανηφόρα μέχρι τον τελικό στόχο. "Οταν βάλεις το δάκτυλό σου μέσα της, ότι να της προτείνεις στις τουαλέττες του σινεμά, θα το δεχθεί" έλεγε στα αποχαυνωμένα μειράκια. "Το μυστικό είναι να ξέρεις να σταματάς όταν δεν βλέπεις ανταπόκριση, να μην πιέζεις τα πράματα".
Το καλοκαίρι στα θερινά τα σινεμά δεν μπορούσε να δουλέψει το σύστημα, δεν υπήρχαν τα σκοτάδια της κλειστής αίθουσας κι ο Νικόλας αναζητούσε τις παρτεναίρ-θύματά του στις πλαζ : "Ξαπλώνεις και κανονίζεις να φαίνεται λίγο το πουλί σου από αυτήν που σ' ενδιαφέρει και της χαμογελάς. Αν δεις και σου χαμογελάσει όλα εντάξει, μαζέψου και πιάσε κουβέντα, τόχει πάρει το μήνυμά της. Αν σε βρίσει ή σε αγριοκοιτάξει κάνε τον προσβεβλημένο λόγω της αφηρημάδας σου και οπωσδήποτε ζήτα συγγνώμη."
Ομορφάντρας ο Νικόλας, ψηλός και κορμάρα και με πρόσωπο ηθοποιού που βάφει τα μαλλιά αλά γόης του Χόλλυγουντ, πρέπει να είχε τις επιτυχίες του, κυρίως σε κυρίες που πλησίαζε η ημερομηνία λήξης τους, οι συμβουλές του πρακτικά ήταν άχρηστες για τους πιτσιρικάδες εκτός και κυνήγαγαν παρωχημένες. Μόνο μία συμβουλή του φαινότανε ν' αξίζει :
"Είναι απίστευτο, έλεγε ο Νικόλας, πως η γυναίκα πάνω στην μεγάλη στενοχώρια της για τον χαμό κάποιου δικού της, γίνεται επιρρεπής στο σεξ. Φτάνει να ξέρεις να την πλησιάσεις με λόγια παρηγορητικά και αυστηρά φιλικές χειρονομίες μέχρι να ηρεμήσει. Τότε της έρχεται η όρεξη κι εσύ έχεις ήδη τα χέρια σου επάνω της. Εκμεταλλεύσου το".
Το ίδιο, έλεγε ο Νικόλας συμβαίνει και στα νοσοκομεία όταν κινδυνεύει η ζωή κάποιου συγγενούς της, βρίσκεται στην ίδια ψυχολογική κατάσταση.
Δεν είχε προλάβει να δοκιμάσει τις συμβουλές του Νικόλα όταν μιλώντας για την δουλειά του κατάλαβε πως ήταν τερατολόγος και σταμάτησε να δίνει βάση στα λεγόμενά του :
¨Εμένα που με βλέπετε έχουνε δει πράματα και θάματα τα μάτια μου στο νεκροτομείο. Παιδιά που να ψάχνεσαι γιατί πέθαναν και ερείπια που ν' απορείς πως ζούσαν. Αλλά ποτέ δεν έχουν δει πολύ πλούσιους ή πολύ διάσημους, πάντοτε τα φέρετρά τους είναι αδειανά. Κάποια στιγμή το κανονίζουν, κάνουν πως πέθαναν και πάνε και ζούνε σε κάποιο νησί όπου είναι μονάχα πλούσιοι και διάσημοι, μακριά από τα μάτια του κόσμου, χωρίς γορίλλες προστασίας και ενοχλητικούς παπαράτσι. Ούτε κινδυνεύουν να τους σκοτώσουν οι εχθροί κι οι ανταγωνιστές τους ή οι κακοποιοί για λύτρα. Κάνουν και μια μεγαλοπρεπή κηδεία για τα μάτια του κόσμου, αλλά άκου εμένα, το φέρετρο είναι άδειο και το εσωτερικό του είναι στον επίγειο κρυφό παράδεισο. Αχ τι κάνουνε τα φράγκα και που να τα βρεις..."
Μετά σταμάτησε να έρχεται στο καφενείο. Ισως κι ο ίδιος ο Νικόλας συνειδητοποιώντας πως παραανοίχθηκε, άλλαξε στέκι και χάθηκε. Μπορεί ακόμα να κέρδισε το πρώτο λαχνό του λαχείου και να πήγε στο κρυφό νησί για τα επόμενα χρόνια της ζωής του. Ποτέ δεν έμαθε γιατί απέφευγε τις κηδείες εκείνο τον καιρό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου