Καλως ήλθατε από τον Τζι

Το προηγούμενο μπλογκ μου είχε την θερμή υποστήριξη της Breeze, βασικότατη πηγή έμπνευσης. Η απώλειά της μου δημιούργησε την ανάγκη για ένα μετερίζι απ' όπου θα μπορώ να ξεπροβάλλω όσο με παίρνει αλλά και να εξαφανίζομαι μέσα σ' αυτό ή να το μεταφέρω όπου θέλω όπως ο πάγουρος, ο Βερνάρδος ο ερημίτης το σπιτάκι του.
Είναι το τίμημα μα και η απόλαυση της μοναξιάς.

Διηγήματα θα βρείτε στην διηγηματοποίηση
και ποιήματα στην ποιηματοποίηση

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Περπατώντας




Καμμιά φορά τα βήματα κατά που θέλουν αυτά σε πάνε κι έτσι προχθές κατηφορίζοντας αντί να πιάσω την εμπορική Κυψέλης ή την κοσμική Φωκίωνος Νέγρη, βάλθηκα να περπατώ στο πολύ στενό πεζοδρόμιο της Καλογερά και κάθε τόσο να μαζεύω το χέρι μου μη μου το φάει κανένας καθρέπτης διερχόμενου αυτοκινήτου. Ερημος ο δρόμος από τότε που έκλεισε η "Συκιά", μια παραδοσιακή ταβέρνα που γκρεμίστηκε να γίνη πάρκινγκ  για καλύτερη χρηματική απόδοση. αλλά η κρίση εξαφάνισε πολλά αμάξια και μόνο δυο τρία είναι τώρα παρκαρισμένα στο μεγάλο οικόπεδο. Απέναντι το υπόγειο μιας πολυκατοικίας από τις παλιές, αυτές που βλέπανε σε δυο παράλληλους δόμους, με κανονική είσοδο από τη μία και είσοδο υπηρεσίας από την άλλη. 
Ο φόβος κι ο τρόμος των ταξιτζήδων, τώρα που έχει παραγραφεί το αδίκημα μπορώ να το περιγράψω.

Το είχα μάθει από ένα συμμαθητή μου που έμενε στην Αγίας Ζώνης , εκεί υπήρχαν πολυκατοικίες που είχαν έξοδο και από το στενάκι της Ξάνθης. Μια φορά λοιπόν παρ΄ ότι δεν είχα λεφτά πήρα ένα ταξί, είπα στον οδηγό πως θα του φέρω τα λεφτά από το σπίτι και τον οδήγησα στην Αγίας Ζώνης. Κτύπησα κάποιο κουδούνι στην τύχη κι όταν μου άνοιξαν κατέβηκα στο υπόγειο, προχώρησα στον διάδρομο, άνοιξα το πορτάκι της αυλής βγήκα στην οδό Ξάνθης και πήγα σπίτι μου, λίγα τετράγωνα πιο κει, με τα πόδια. Δεν έμαθα ποτέ πόσες ώρες περίμενε ο ταξιτζής να του φέρω τα λεφτά ή αν κτύπαγε απελπισμένος τα κουδούνια, πάντως τώρα το δίπορτο δεν υπάρχει πλέον, έχουν λάβει τα μέτρα τους. Και στην Φωκίονος Νέγρη υπάρχουν πολυκατοικίες που κάποτε είχαν κι άλλη έξοδο.

Σ' αυτή την υπόγεια αυλή της Καλογερά λοιπόν, έπεσε το μάτι μου στη γατούλα της φωτογραφίας. Με κοίταζε, την κοίταζα, μετά μου έκλεισε τα μάτια -φιλικό σημάδι είναι αυτό- αλλά δεν μου' ρχότανε όταν την φώναζα ούτε μπορούσα να την πλησιάσω. Απειρες μνήμες της γάτας μου της  Breeze ξύπνησαν μεσα μου καθ' ότι η γατούλα δεν της έμοιαζε απλώς, ήταν της ράτσας και των χρωμάτων της. Μου γεννήθηκε η επιθυμία  να  τη χαϊδέψω, να νοιώσω ξανά στα χέρια μου την υπέροχη αίσθηση από το μετάξι του τριχώματος  αυτών των ζώων. Περίμενα πάνω από μισή ώρα μήπως κάποιος φανεί από την μισάνοιχτη πόρτα του υπογείου διαμερίσματος αλλά τίποτε. Γυρνώντας σπίτι μου η υποψία  μου επιβεβαιώθηκε : ήταν ένα από τα παιδιά της Breeze σε μία από τις πρώτες γέννες της μπορείτε να το επιβεβαιώσετε, είναι το γατάκι αριστερά στη φωτογραφία στο τέλος της ανάρτησης, μαζί με την  Breeze  και άλλα δυο αδελφάκια του. Θυμάμαι ήταν στο διάστημα που είχα τρεχάματα σε νοσοκομεία για το παιδί μου και τα είχα δώσει σ' ένα petshop να τα προωθήσει γιατί δεν είχα εγώ καιρό γι αυτό, ούτε τα παιδιά μου.

Από τότε κατηφορίζω μόνο από την Καλογερά και τρώω κάνα μισάωρο την φορά θαυμάζοντας το Breezόπουλο. Δεν ξέρω πως έφτασε εκεί αλλά πρέπει να περνάει καλά γιατί έχει άφθονο χώρο και πάντοτε υπάρχει ξηρά τροφή και νερό στα πιατάκια και ένας μαλιαρός πυρόξανθος γάτος για παρέα. Δεν έχει τύχει να δω τ' αφεντικά της αλλά που θα μου πάει, κάποτε θα τους πετύχω κι ελπίζω να με αφήσουν να την χαϊδέψω.


 
         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου