(συνιστάται η ακρόαση των επιλεγμένων κομματιών πριν και μετά την ανάγνωση του κειμένου με σκοπό την καλύτερη κατανόηση και μετά, την καλύτερη αφομοίωσή του )
Περπατώντας
για τον καταυλισμό του, εκεί κάτω από την γέφυρα, δίπλα στις γραμμές
του τραίνου, το μικρό γυφτάκι αντίκρυσε για πρώτη φορά το αλυσοδεμένο
κορίτσι.
Δεν
τούκανε μεγάλη εντύπωση, το είχε δει τούτο το κόλπο με τις αλυσίδες
που το κάνανε κάποιοι πανηγυριτζήδες σε γιορτές και μετά τις σπάγανε,
μα αυτό το κοριτσάκι δεν φαινόταν να έχει τόση δύναμη.
Προχωρούσε δύσκολα λυγίζοντας από το βάρος. Στο παρακαλεστό της βλέμμα, η πατροπαράδοτη επιφυλακτικότητα του υποχώρησε και σήκωσε λίγο τις αλυσίδες της, να περπατά πιο άνετα το κορίτσι. Αυτό, μόλις ελευθέρωσε το χέρι του, τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Πως σε λένε» την ρώτησε.
« Τεχνολογία» του απάντησε, «Τεχνολογία Διαδικτύου»
Το μικρό γυφτάκι απόρησε :
«Δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα»
«Δεν είμαι από τα μέρη σας, έρχομαι από μακριά»
«Και γιατί σ’ έχουνε δεμένη ; »
Ενας καβαλάρης φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα να καλπάζει προς το μέρος τους.
Το κοριτσάκι τούπιασε το χέρι.
«Γρήγορα, φίλησέ με, πάρε με μαζί σου ! »
« Μα δεν σε ξέρω καν ! »
« Θα σε υπηρετώ όλη τη μέρα για μια ζωή, και το βράδυ θα σε διασκεδάζω, φίλα με τώρα, πριν φτάσει !»
Το
μικρό γυφτάκι την κοίταξε στα μάτια. Ακαθόριστα χρώματα και
συναισθήματα είδε μέσα τους. Πρόλαβε να τραβήξει το χέρι του πριν
ξεκαβαλήσει ο καλοντυμένος άντρας. Ενα κοπάδι κυνηγετικά σκυλιά τον ακολουθούσε από
μακριά.
« Καλημέρα, νεαρέ κύριε. Ελπίζω να μη σε ενόχλησε η μικρή»
Το κοριτσάκι, ζαρωμένο από τον φόβο του, κρύφθηκε πίσω από το άλογο.
«Ο…όχι…δεν νομίζω…ποιος είστε κύριε ; »
«Παγκόσμιος, κύριος Παγκόσμιος Ιστός είναι το όνομά μου»
Το γυφτάκι κοίταζε το ψηλό καπέλο και την κόκκινη στολή ιππασίας, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο ντύσιμο.
« Ξέρετε, εδώ στην Θήβα, δεν έχω ξανακούσει για σας»
Το κοπάδι από τα σκυλιά, όλα ίδια, άσπρα με καφέ και μαύρες βούλες, έφτασε επί τέλους και περικύκλωσε άλογο και κορίτσι.
« Πάμε, Τεχνολογία. Νεαρέ κύριε, δεχθείτε την συγγνώμη μας για όσα έκανε το απερίσκεπτο μικρό κορίτσι»
Το
γυφτάκι βλέποντας την Τεχνολογία να απομακρύνεται σκεφτότανε την Αϊσέ,
την αρραβωνιαστικιά που τούδωσαν οι γονείς του, μόλις γινόταν δώδεκα
χρονών θα γινόταν η γυναίκα του. Σκέφτηκε τις πληγές του, τόσες πολλές και
δυσανάλογες με τα χρόνια του, τίμημα της ελευθερίας του. Το βλέμμα του
μετά έπεσε στα ατέλειωτα χωράφια της Κωπαΐδας με το σιτάρι που μόλις
φύτρωνε.
Ανασήκωσε τους ώμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου